Κύπρος: Αμμόχωστος - 15 Αυγούστου 1974: «Ο διοικητής έφυγε για εκπαίδευση»
Τα ξημερώματα της Πέμπτης, 15 Αυγούστου, ο κληρωτός στρατιώτης, Φάνος Χριστοφόρου παίρνει εντολή από τον Διοικητή του, Αντώνη Μανιδάκη ότι θα έμενε ο ίδιος και ο διαβιβαστής του, Χρίστος Προδρόμου μέσα στο διοικητήριο, στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Λουκά για σκοπιά και αυτός με μια ομάδα άλλων στρατιωτών θα πήγαιναν για εκπαίδευση σε κάτι περβόλια πιο πίσω. Τον παραξένεψε γιατί ο ίδιος ήταν στρατιώτης πρώτης γραμμής, για ειδικές αποστολές, μπαρουτιασμένος και ο Προδρόμου δεν είχε πολεμήσει. Γιατί να έμεναν αυτοί οι δυο σκοπιά, διερωτήθηκε.
«Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι μας άφησε εμάς τους δυο εκεί για να βλέπουν οι Τ/κ από τα τείχη ότι υπάρχει κίνηση στο διοικητήριο, να το πούνε στους Τούρκους εκ Τουρκίας που ερχόταν με τα άρματα, να καθυστερήσουν (την προέλαση) και να προλάβει να υποχωρήσει ο στρατός». Εικάζει δε ότι για να φύγουν στις 15 Αυγούστου απ’ το διοικητήριο, η εντολή για υποχώρηση του στρατού πρέπει να ήρθε την προηγούμενη, στις 14.
Όσο η ώρα περνούσε κι επικρατούσε σιωπή άρχισε να διερωτάται τι συνέβη και να του φαίνεται ακόμη πιο περίεργο πως ενώ μαινόταν ο πόλεμος, ο διοικητής έφυγε για εκπαίδευση. Το απόγευμα είπε στον Προδρόμου ότι πρέπει να φύγουν γιατί αν πάνε οι Τούρκοι εκεί θα τους σκοτώσουν. Ο Χριστοφόρου πήγε στο σπίτι μιας εξ αγχιστείας θείας του για να πάρει την μοτοσικλέτα του, όπου δεν υπήρχε κανείς. Μετά που έψαξε φωνάζοντας, στο περβόλι είδε την θεία του, την μητέρα της και την ξαδέρφη του σε ένα λαντ ρόβερ της Αρχής Ηλεκτρισμού. Από τους δύο τεχνικούς της Αρχής που ήταν εκεί για να πάρουν τις 3 γυναίκες να τις γλυτώσουν έμαθε για πρώτη φορά ότι οι Τούρκοι έφτασαν στην Αμμόχωστο και ο κόσμος έφευγε για να γλυτώσει. Η μοτοσικλέτα του δεν είχε καύσιμα.
Αποφασίζει τότε να πάει τρέχοντας στο στρατόπεδο του 201 ΤΟ για να βρει καύσιμα. Αρχίζει να τρέχει, από μακριά διακρίνει σύννεφα σκόνης και καταλαβαίνει ότι είναι άρματα, μάλλον των Τούρκων. Τρέχει ακόμη πιο γρήγορα, κουβαλώντας και οπλισμό, όπλο σφαίρες, σφαιροθήκες, χειροβομβίδες. Στο δρόμο συναντά ένα λαντ ρόβερ με δυο άτομα, ο ένας ήταν ανθυπασπιστής στο 201 ΤΟ, τους λέει να πάνε μαζί στο στρατόπεδο για να πάρουν καύσιμα. Φτάνουν στο στρατόπεδο που είναι άδειο και οι πύλες ορθάνοιχτες. Κατεβαίνει απ το λαντ ροβερ για να βρει βενζίνη για την μηχανή του. Το έδαφος αρχίζει να τρέμει, καταλαβαίνουν ότι τα τουρκικά άρματα πλησιάζουν στο 201, το λαντ ρόβερ φεύγει και τον αφήνει εκεί.
Δεν ήθελε να πιαστεί αιχμάλωτος, σκέφτηκε να αυτοκτονήσει αλλά δεν το έκανε, αποφασίζει να πάει στις αγγλικές βάσεις , γιατί δεν ήξερε πού αλλού να πάει. Στην είσοδο της αγγλικής στρατιωτικής βάσης έχει παρκαρισμένα τροχοφόρα τεθωρακισμένα και σκοπούς οπλισμένους, ζήτησε βοήθεια. Ήρθε ένας αξιωματικός των βάσεων και του ζήτησε για να τον δεχθεί να παραδώσει τον οπλισμό του. «Δεν το έκανα. Δεν ήξερα με ποιον είναι οι Βρετανοί. Κι αν ήταν με τους Τούρκους και με παρέδιδαν μετά;» .
Φεύγει κι από εκεί κι αρχίζει πάλι να τρέχει αλλά είναι εξουθενωμένος και το σώμα του εξαντλημένο, βαρύ και λόγω του οπλισμού. Με τρόπο που δεν θυμάται, ίσως λιποθύμησε και τον μετέφεραν, ίσως τον μάζεψε κάποιο αμάξι και κοιμήθηκε από την εξάντληση, βρέθηκε αργά το απόγευμα στην Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση της Λάρνακας. Εκεί αφού τους είπε ποιος είναι και πού ανήκε, τον έστειλαν στο Τάγμα του που είχε μετακινηθεί στο Αλεθρικό, μέσα στα χωράφια κάτω από τα δένδρα. Εκεί έφαγε λίγο και ήρθε ο Συνταγματάρχης του ΓΕΕΦ Θεοδωρακόπουλος και ζήτησε εθελοντές για να δουν μέχρι πού έφτασαν οι Τούρκοι που προχωρούσαν παρότι υπήρχε εκεχειρία, να στήσουν γραμμή να τους καθυστερήσουν μέχρι να έρθουν τα ΗΕ.
Ο Φάνος Χριστοφόρου σήκωσε πρώτος το χέρι. Τους έδωσαν αυτοκίνητα ΙΧ και τους είπαν να βρει ο καθένας τρόπο να περάσει από τις αγγλικές βάσεις και να βρεθούν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Ξυλοφάγου. Ο Χριστοφόρου έχει μαζί του συνοδηγό τον Συνταγματάρχη και πίσω ένας λοχίας, σ’ ένα αυτοκίνητο Μόρις Μαρίνα κόκκινο – πορτοκαλί. Στο μπλόκο των Γκούρκας στις Βάσεις, οι πιο καλά εκπαιδευμένες ομάδες του βρετανικού στρατού αποτελούμενες από Ασιάτες, ένας στρατιώτης ζητεί να ανοίξουν το καπό που είχε μέσα τον οπλισμό τους. Με εντολή του Συνταγματάρχη ο Χριστοφόρου πατάει γκάζι, κάνει ελιγμούς στο οδόφραγμα των Βρετανών και φεύγει πριν προλάβουν να τους πυροβολήσουν.
Τελικά βρέθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Ξυλοφάγου. Εκεί τους ανέθεσαν καθήκοντα, τους είπε πώς θα τα εκτελούσαν, είπαν τον εθνικό ύμνο και ξεκίνησαν για την Δερύνεια όπου έφτασαν ξημερώματα της 16ης Αυγούστου.
Ο Φώτος Κουζουπής, Αμμοχωστιανός, κληρωτός στρατιώτης στο 201 ΤΠ, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στις 14 Αυγούστου στάλθηκε στο φυλάκιο στο Φτωχοκομείο που έβλεπε προς τη θάλασσα αλλά και την εντός των τειχών περιοχή, όπου οι Τ/κ έμεναν. Εκεί ήταν και στις 15 Αυγούστου. Οι παρατηρητές στο φυλάκιο έβλεπαν και στις 14 και τις 15 Αυγούστου με τα κιάλια στο βάθος της θάλασσας κάποια ‘στίγματα’ αλλά δεν καταλάβαιναν τί ήταν. Ρωτούσαν και τους έλεγαν «δεν βλέπετε καλά» και μετά ότι είναι ελληνικά πλοία και θα χτυπούσαν στην εντός των τειχών Αμμόχωστο γι’ αυτό θα έπρεπε να μαζέψουν τα πυρομαχικά και να φύγουν από το Φτωχοκομείο.
Στις 15 Αυγούστου, ο κ. Κουζουπής θυμάται ότι έρχονταν ε/κ αυτοκίνητα από την Καρπασία και έφευγαν μέσω των δρόμων Λευκωσίας και Λάρνακος προς νότο. Θυμάται επίσης πως προς την ναυτική βάση κοντά στο Μπογάζι είδαν σε κάποια φάση έναν μεγάλο πίδακα και μετά εντόπισαν στρατιωτικά φορτηγά με ένστολους με άσπρα να έρχονται προς την Αμμόχωστο. «Ή ανατίναξαν οι δικοί μας τη βάση ή ανατίναξαν τα (τουρκικά) πλοία την βάση».
Η διαταγή στις 2 το μεσημέρι ήταν να μείνουν 7 άτομα στο φυλάκιο του Φτωχοκομείου για να φορτώσουν τον οπλισμό σε φορτηγό που θα ερχόταν. «Ήμασταν 50 άτομα μέσα στο κτίριο». Μαζί του έμειναν ο έφεδρος στρατιώτης Βαγγέλης Ευαγγέλου, γείτονάς του, ο επιλοχίας Κωνσταντίνος Παπάμιχαήλ του 1ου Λόχου από το Λιοπέτρι, ο δεκανέας Κυριάκος Τσίβικος από το Αυγόρου, ο στρατιώτης σαλπιστής Λοίζος Καπετάνιος και δύο κληρωτοί από την Τύμπου που υπηρετούσαν στο φυλάκιο με ρούχα αστυνομικών, αφού η κάλυψη ήταν ότι επρόκειτο για αστυνομικό σταθμό.
Γύρω στα 5 το απόγευμα, όταν αισθάνθηκαν το τράνταγμα από τις ερπύστριες, τα τουρκικά τανκς «εν πομπή με την σημαία τους πάνω» ήταν πλέον πολύ κοντά, στο μισό χιλιόμετρο, στο δρόμο που ήταν παράλληλος του δρόμου των τειχών. Πυροβόλησαν με Μπράουνι 30ρι αλλά «τίποτε δεν έπαθαν». Τα τανκς συνέχιζαν την πορεία τους. «Περικυκλώνουν μας τα τούρτζικα τανκς, να φύουμε» ήταν η απόφασή τους. Ο Φώτος Κουζουπής πήρε μαζί του χειροβομβίδες, όλοι πήραν ατομικό οπλισμό και για να διαφύγουν έριξαν καπνογόνο χειροβομβίδα προς τα τανκς.
«Η πορεία διαφυγής μας από το Φτωχοκομείο ήταν μέσω του γαλακτοκομείου Πατσάλη, διασταυρώσαμε το δρόμο Σαλαμίνος και μέσα από τους πορτοκαλεώνες προς το δημοτικό Νέας Σμύρνης, προς τη διασταύρωση του δρόμου Λευκωσίας και ξανά στους πορτοκαλεώνες και χωράφια προς την εκκλησία του Αγίου Λουκά».
Ο Κουζουπής, που δούλευε τα καλοκαίρια στα λεωφορεία ήξερε το Βαρώσι και ανέλαβε να τους βγάλει εκτός της πόλης με τον όρο ότι «δεν θα σταματήσουμε για κανένα».
Μετά το δημοτικό σχολείο της Νέας Σμύρνης και κοντά στην πινακίδα «Καλωσήρθατε στην Αμμόχωστο» στην διασταύρωση, συνάντησαν ξανά τουρκικά τανκς στον νέο δρόμο Λευκωσίας –Αμμοχώστου που τους έβαλαν με πολυβόλα. Εκεί οι 3 από τους 7 στην προσπάθεια ν’ αποφύγουν τα πολυβόλα ακολούθησαν άλλους δρόμους. Συνέχισαν οι 4, ο Κουζουπής, ο Ευαγγέλου και οι δύο από την Τύμπου.
Στο περβόλι αμέσως μετά βρήκαν ακόμη έναν στρατιώτη του 201 ΤΟ, τον Σιακκό από το Τρίκωμο, ο οποίος επίσης μετά από μια επίθεση που δέχθηκαν με σφαίρες από τουρκικές δυνάμεις, ακολούθησε μόνος του άλλη διαδρομή.
Διαβάστε επίσης:
Η δολοφονία στην Κύπρο που σημάδεψε τον ελληνισμό στις 14 Αυγούστου 1996 - ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ