Ωμή παραδοχή πρώην Αμερικανών διπλωματών: «Φέραμε τον θάνατο και τον όλεθρο στην Κύπρο»
Ο πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Τζάσκος στον τόμο του «Μακριά κι αγαπημένοι – 80 χρόνια αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα,1940-2020 (εκδ. Εστία, 2023) περιλαμβάνει συγκλονιστικές μαρτυρίες για την περίοδο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και τις κινήσεις των Αμερικανών διπλωματών.
Η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύει κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα, από τα οποία διαφαίνεται η εγκληματική «ουδετερότητα» των ΗΠΑ κατά την τουρκική εισβολή, όσο και η υποκριτική ενασχόληση με το Κυπριακό, όσον αφορά στις προσπάθειες για επίλυση της τότε κρίσης, με ειρηνικό τρόπο.
Ακολουθούν τα αποσπάσματα που διαφωτίζουν το παρασκήνιο των δραματικών για τον Ελληνισμό γεγονότων, όσο και τον ρόλο της συμμάχου μας, ΗΠΑ…
Τόμας Μποϊγιάτ, Διευθυντής Κυπριακών Υποθέσεων, Ουάσινγκτον (1971-1974), Σύμβουλος Πολιτικών Υποθέσεων, Λευκωσία (1967-1970)
Ήξερα πως αν η Τουρκία εισέβαλλε στην Κύπρο, θα είχαμε δύο νατοϊκούς στρατούς να πολεμούν μεταξύ τους, παράνομα, με όπλα αμερικάνικης προέλευσης και με αμερικανική εκπαίδευση, και αυτό θα έβλαπτε τη θέση μας στην ανατολική Μεσόγειο για μια ολόκληρη γενιά, δίνοντας ποιος ξέρει τι ευκαιρίες στους Σοβιετικούς. (…)
Έγραψα λοιπόν ένα τηλεγράφημα με οδηγίες για τον πρέσβη στην Αθήνα, που έλεγε στην ουσία, πήγαινε στον στρατηγό Ιωαννίδη και πες του ορθά κοφτά να το βάλει καλά στο μυαλό του ότι οι ΗΠΑ, η μόνη κυβέρνηση στον ανεπτυγμένο κόσμο που έχει ακόμα φιλικές σχέσεις με την ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ λοιπόν είναι απολύτως αντίθετες σε οποιαδήποτε προσπάθεια από οποιαδήποτε στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης, φανερά ή υπόγεια, να αναμειχθούν στην Κύπρο. Κι ότι είμαστε ιδιαιτέρως αντίθετοι σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής του Μακαρίου και εγκαθίδρυσης φιλοαθηναϊκής κυβέρνησης. Διότι αν συμβεί αυτό, οι Τούρκοι θα εισβάλλουν και αυτό δεν θα είναι καλό για κανέναν μας.
Στην Άγκυρα φτάσαμε στις 19 Ιουλίου και συναντηθήκαμε με τον Ετσεβίτ. Ήταν σαν να κράτησε για πάντα η συνάντηση, δέκα ώρες, μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε και ο Ετσεβίτ όλο κουνούσε το κεφάλι του, όχι, όχι, όχι. Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα. Και τελικά ο πρέσβης μας εκεί, ο Γουίλιαμ Μακόμπερ, γύρισε προς τον Ετσεβίτ και του είπε: «Κύριε Πρωθυπουργέ είστε δάσκαλος και ποιητής. Δεν είστε στρατιωτικός, και υπάρχουν παιδιά σε όλο τον κόσμο που δεν θα σας συγχωρήσουν αν το επιτρέψετε αυτό». Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Ετσεβίτ, που είπε: «Κύριε πρέσβη δεν είναι στο χέρι μου». Νωρίς το επόμενο πρωί μας τηλεφώνησε για να πληροφορήσει πως οι Τούρκοι είχαν κάνει απόφαση.
Επιστρέψαμε στην Ουάσινγκτον – είχαμε αποτύχει. Ήμουν θυμωμένος και απογοητευμένος που η αμερικανική διπλωματία είχε οδηγήσει σε ζημιές, θάνατο, όλεθρο. Ήταν ασυγχώρητο κι έγραψα ένα υπόμνημα όπου εξέφραζα τη διαφωνία μου. «Κύριε Υπουργέ, πρέπει να πάτε στους Τούρκους αμέσως, να τους κρατήσετε μέσα σε αυτό το προγεφύρωμα, γιατί αν βγουν προς τις ακτές, θα χωρίσουν την Κύπρο στα δύο, και Ελλάδα και Τουρκία θα έχουν τότε άλλο ένα σύνορο για να διεκδικούν και να πολεμούν εις τους αιώνας των αιώνων. Κι επιπλέον θα πολεμούν με αμερικανικά όπλα, πράγμα που αντιβαίνει τις συνθήκες τους μαζί μας, και οι στρατιωτικές μας προμήθειες και στις δύο χώρες θα πρέπει να σταματήσουν».
(…). Στο νησί της Κύπρου όλοι κατηγορούσαν τις ΗΠΑ για ό,τι είχε συμβεί. Είχαμε ταραχές, πολλοί πυροβολισμοί έπεσαν γύρω από την αμερικανική πρεσβεία. Ένα πρωί οι πυροβολισμοί έπεφταν βροχή, όλοι έτρεχαν να κρυφτούν στο καταφύγιο-ένα δωμάτιο με ατσάλινο περίβλημα. Ο πρέσβης μας, ο Ρότζερ Ντέιβις, πυροβολήθηκε στην καρδιά και πέθανε ακαριαία. Ιδού λοιπόν. Είχαμε χάσει και τα τρία μέρη, και τους Έλληνες, και τους Τούρκους και τους Κύπριους. Είχαμε φέρει τον θάνατο και τον όλεθρο στο νησί.
Ο Κίσινγκερ είπε: «Παύεσαι από διευθυντής κυπριακών υποθέσεων» κι έτσι πήγα σπίτι μου. Η κατάσταση στο νησί συνεχίστηκε από το κακό στο χειρότερο. Οι σχέσεις μας με την Τουρκία και την Ελλάδα ζημιώθηκαν πολύ σοβαρά. Η ζημιά κράτησε μια ολόκληρη γενιά και είχαμε πολλά προβλήματα στις προσπάθειες μας να πετύχουμε τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής μας σε αυτή την περιοχή του κόσμου.
Ρόμπερτ Σ. Ντίλον, Γραφείο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Ουάσινγκτον (1974)
Σταδιακά η στάση των Τούρκων σκλήρυνε και κατόπιν έγινε σαφές ότι δουλειά μας ήταν πλέον να πείσουμε τους Τούρκους να μην εισβάλουν στο νησί. Πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να κοιμηθώ σε κρεβάτι, όσο πηγαινοερχόμασταν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προσπαθώντας να πείσουμε τους μεν και τους δε να βρουν μια ειρηνική λύση στην κρίση. Θυμάμαι πολύ καλά τη νύχτα που περάσαμε με τον Ετσεβίτ. Ήμουν ο μόνος από την αμερικάνικη αντιπροσωπεία που τον γνώριζε. Ήξερα τι θα έκανε: τη λάτρευε την ευκαιρία που του είχε δοθεί. Δεκάρα δεν έδινε για τη θέση των ΗΠΑ – θα έκανε εισβολή στην Κύπρο.
(…) Μιας και είχαμε αποτύχει να πείσουμε τους Τούρκους να μην εισβάλουν, έπρεπε τώρα να προσπαθήσουμε να πείσουμε τους Έλληνες να μην αναμειχθούν. Μόλις φτάσαμε στην Αθήνα διαπιστώσαμε ότι οι Έλληνες δεν είχαν πια κυβέρνηση. Ήταν επομένως πολύ δύσκολο να βρούμε κάποιον για να μιλήσουμε.
Τζακ Μπ. Κιούμπις, Πρέσβης, Αθήνα (1974-1977)
(…) Ήταν διάχυτη η αίσθηση στην Ελλάδα πως για όλα τα προβλήματα της χώρας, τα προβλήματα που είχε η Ελλάδα με την Τουρκία, τα προβλήματα στην Κύπρο, η καταπίεση κι η καταστολή από τη στρατιωτική δικτατορία, για όλα ήταν υπεύθυνη η αμερικανική κυβέρνηση. Έτσι άρχισαν τεράστιες διαδηλώσεις ενάντια στην αμερικανική πρεσβεία και την αμερικανική κυβέρνηση.
Είναι ίσως ενδιαφέρον να θυμηθούμε γιατί είχαν αυτή την εντύπωση. Η αίσθησή μου όταν έφτασα στην Ελλάδα σχετικά με το γιατί ένιωθαν έτσι ήταν ότι επί επτά χρόνια η ελληνική κυβέρνηση ήταν κάτι σαν παρίες ανάμεσα στις δυτικές δημοκρατίες. Κανένας ξένος ηγέτης δεν την επισκέφτηκε τότε – μόνη εξαίρεση οι ΗΠΑ. (…) Έτσι εντυπώθηκε στο μυαλό των Ελλήνων μια εικόνα πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν ο μόνος φίλος που είχαν οι στρατιωτικοί κυβερνήτες της Ελλάδας και ότι οι ΗΠΑ ενδιαφέρονταν για την Ελλάδα μόνο και μόνο για τις στρατιωτικές μας βάσεις εκεί και ότι η CIA βασικά έδινε εντολές στον ελληνικό στρατό για το τι να κάνει.
Έτσι οι Έλληνες αισθάνονταν πως εμείς ήμασταν υπεύθυνοι για την καταστροφή στην Κύπρο,για την απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων και για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας.
Νέλσον Τ. Λέντσκυ, Αναπληρωτής Διευθυντής, Γραφείο Υποθέσεων Νότιας Ευρώπης, Ουάσινγκτον (1974-1977)
Οι ΗΠΑ και η διεθνής κοινότητα έβλεπαν τη διχοτόμηση σαν μια προσωρινή εξέλιξη που γρήγορα θα λυνόταν. Δεν νομίζω πως σαν κυβέρνηση αφιερώσαμε τόσο πολύ χρόνο ή τόσο πολύ χρήμα. Στην πραγματικότητα, το βλέπαμε σαν ήσσονα όχληση, και τα ηγετικά κλιμάκια του έδιναν προσοχή μόνο όταν είχαν χρόνο -ή όταν έπρεπε. Ενδιαφερόμασταν πολύ περισσότερο για άλλα διεθνή ζητήματα. Μια εποχή, το 1974, η Κύπρος ήταν όντως στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, μιλάμε όμως για σύντομο διάστημα, δεν επαναλήφθηκε έκτοτε.
Δεν θέλω να υπονοήσω ότι η Κύπρος ξεχάστηκε ποτέ από τον Έβδομο Όροφο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, νομίζω όμως πως είναι λάθος να πιστεύουμε πως είχε διαρκώς και σταθερά την προσοχή μας. Τον περισσότερο καιρό, η αμερικανική κυβέρνηση, όταν ασχολούνταν, ανταποκρινόταν απλώς σε πιέσεις του Κογκρέσου. Αυτό που κάναμε ήταν να αντιδρούμε σε έξωθεν πιέσεις και να αναλαμβάνουμε δράση όχι απαραιτήτως για να φτάσουμε σε λύση, αλλά μάλλον για να δείξουμε απλώς ότι κάναμε κάτι. Θεωρώ πως αυτό ήταν το μοντέλο της εμπλοκής μας στο Κυπριακό όλες αυτές τις δεκαετίες, του 70, του 80 και του 90.