Τα γεγονότα 1974 διατάραξαν τις σχέσεις Κύπρου-Δύσης
Στη βρετανική αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας της Κύπρου το Δεκέμβριο του 1982, (που περιέχεται στα έγγραφα του πρωθυπουργικού γραφείου από τις αρχές της δεκαετίας του ’80), σημειώνεται ότι τα γεγονότα του 1974 που κορυφώθηκαν με την τουρκική «επέμβαση» - όπως αναφέρεται - διατάραξαν τη σχέση της Κύπρου με τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, «η οποία κατηγορήθηκε ότι δεν έδρασε αποτελεσματικά για να αποτρέψει τους Τούρκους».
Σημειώνεται ότι η ανάγκη της Κύπρου για διεθνή στήριξη στη θέση της για τουρκική αποχώρηση και επανένωση υπό την κυβέρνηση της Δημοκρατίας ενίσχυε τη θέση υπέρ του Κινήματος των Αδεσμεύτων χωρών.
Παράγοντας ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης θεωρείτο και η αναμενόμενη στήριξη που θα χρειαζόταν ο Σπύρος Κυπριανού ως πρόεδρος μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1983 «από τους κομμουνιστές», καθώς το ΑΚΕΛ παρείχε στήριξη στον υποψήφιο.
Τα υπόλοιπα ενδεχόμενα προβλήματα σταθερότητας προέρχονταν από πτυχές του Κυπριακού: η πιθανή συμπλοκή τουρκικών-τουρκοκυπριακών και ελληνικών-ελληνοκυπριακών ενόπλων δυνάμεων στο νησί, η δημόσια δυσαρέσκεια που θα μπορούσε να εκδηλωθεί είτε από την αποτυχία προόδου στη λύση είτε από την ετοιμότητα της κυβέρνησης να «ξεπουλήσει» τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα ώστε να επιτύχει μία λύση, η πιθανότητα διένεξης μεταξύ ελληνοκυπριακής δεξιάς και αριστεράς ενόσω μάλιστα υπήρχε παρουσία ποσότητας όπλων στο νησί, η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ του προέδρου Κυπριανού και της ελληνικής κυβέρνησης και η παρουσία ελληνικών δυνάμεων και διοικητών της Εθνοφρουράς.
Στο κεφάλαιο περί απειλών για την ασφάλεια κυβερνητικών πληροφοριών σημειώνεται η πολυάριθμη παρουσία προσωπικού από διπλωματικές αποστολές κομμουνιστικών χωρών και αξιωματικών των υπηρεσιών πληροφοριών των χωρών αυτών. Επίσης σημειώνεται το μέγεθος και η πηγή στρατολόγησης των τοπικών κομμουνιστικών κομμάτων και η διείσδυσή τους στις Ένοπλες Δυνάμεις, την αστυνομία, τα ΜΜΕ, τις συντεχνίες κτλ.
Γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης που περιελάμβανε 50 μέλη προσωπικού, εκ των οποίων τα 8 ήταν αναγνωρισμένα και έξι ύποπτοι αξιωματικοί πληροφοριών. Αναλόγως στη Σοβιετική Εμπορική Αποστολή τρία μέλη θεωρούνταν πιθανοί κατάσκοποι. Σε άλλους οργανισμούς σοβιετικών συμφερόντων υπήρχαν τρεις αναγνωρισμένοι και ένας ύποπτος κατάσκοπος. Από τις υπόλοιπες κομμουνιστικές διπλωματικές αποστολές (Βουλγαρία, Κούβα, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία και Πολωνία) εκ των συνολικά 56 μελών προσωπικού ένας είχε αναγνωριστεί ως κατάσκοπος και υπήρχαν υποψίες για άλλους επτά.
πηγη ikypros