DW: Θέλουν οι ηγεσίες στην Κύπρο τη λύση;
Με αφορμή την σημερινή επίσκεψη του πρόεδρου Ν. Αναστασιάδη στη Γερμανία αλλά και την έναρξη διαπραγματεύσεων στην Κύπρο για επίλυση του Κυπριακού, το Ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ διοργάνωσε ανοιχτή συζήτηση για τις εξελίξεις.
Το γεγονός ότι η συζήτηση έγινε στο Φρίντριχ Έμπερτ δεν είναι τυχαίο. Το ίδρυμα που πρόσκειται στους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες είναι το μόνο από τα γερμανικά πολιτικά ιδρύματα, το οποίο διατηρεί παράρτημα στην Κύπρο.
Εξ' ου και το έντονο ενδιαφέρον για την πορεία του Κυπριακού. Ενδιαφέρον επικρατεί και στη γερμανική κυβέρνηση προ παντός για τη λύση του ζητήματος. Το Βερολίνο δεν πρόκειται όμως να εμπλακεί και υποδεικνύει τα Ηνωμένα Έθνη ως αρμόδιο θεσμό για την όλη υπόθεση.
Αυτό το γνωρίζει βέβαια και ο επικεφαλής των πράσινων βουλευτών στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Μάνουελ Σάρατσιν. Παρά ταύτα και παρά την «άσχημη φήμη» του στην Κύπρο, το Βερολίνο θα μπορούσε να προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες: «Οι συζητήσεις σε διμερές επίπεδο τον τελευταίο χρόνο για την παροχή οικονομικής βοήθειας άφησαν στην Κύπρο πάρα πολλά τραύματα. Γι' αυτό το λόγο το Βερολίνο θα πρέπει να εκφράσει κατανόηση, να ακούσει τι της ζητούν αλλά και να δείξει ότι πράγματι θέλει να κάνει κάτι για να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση. Πίσω από τα παρασκήνια θα πρέπει η Γερμανία να προσφέρει ολόπλευρη διοικητική και πολιτική βοήθεια και κάθε είδους ενθάρρυνση», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σάρατσιν.
Πράσινο φως από την Άγκυρα
Μπορεί ο εντοπισμός κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου να αποτελέσει καταλύτη για την επίλυση του Κυπριακού; Πιθανώς, ναι. Αλλά αποφασιστικής σημασίας κρίνεται ποια στάση θα τηρήσει η Άγκυρα. Κατά την εκτίμηση του Χάρη Τζήμητρα, διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου του Nορβηγικού Ινστιτούτου Ερευνών για Θέματα Ειρήνης (PRIO), για πρώτη φορά μετά το 2004 επικρατεί αυτό το διάστημα στην τουρκική κυβέρνηση σύγκλιση απόψεων για την επίλυση του Κυπριακού. Αυτό το «παράθυρο δράσης» θα παραμείνει ανοιχτό ως τις προεδρικές εκλογές το καλοκαίρι. Τι θα προκύψει κατόπιν είναι άγνωστο και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις περαιτέρω εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Βέβαια δεν πρόκειται να βρεθεί λύση ως το καλοκαίρι, εκτιμά ο κ. Τζήμητρας, αλλά οι εμπλεκόμενες πλευρές θα μπορούσαν να στείλουν ξεκάθαρα μηνύματα ότι ενδιαφέρονται να προχωρήσουν σε αυτή την κατεύθυνση. «Ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας, ο κ. Νταβούτογλου, είχε πει ότι μπορούμε σε πέντε μήνες να έχουμε λύση και αμέσως μετά να πάμε σε δημοψήφισμα. Αυτό νομίζω ότι ούτε ρεαλιστικό είναι ούτε βοηθάει την κατάσταση αυτή τη στιγμή. Μπορούν όμως να γίνουν αυτούς τους πέντε μήνες ουσιαστικά βήματα και από τις δύο πλευρές στην κατεύθυνση ανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης. Είτε με θετικά μέτρα είτε με το να μην λαμβάνουν μέτρα που θα έχουν αρνητικό χαρακτήρα», είπε ο κ. Τζήμητρας.
Τέτοιου είδους μέτρα οικοδόμησης της εμπιστοσύνης θα μπορούσαν να είναι η επιστροφή της Αμμοχώστου στους Ελληνοκύπριους, παράλληλα με το άνοιγμα του λιμανιού της για το απευθείας εμπόριο των Τουρκοκυπρίων με την ΕΕ υπό την εποπτεία του ΟΗΕ ή της ΕΕ, το ξεπάγωμα τουρκικών ενταξιακών κεφαλαίων κ.ο.κ.
Θα τολμήσουν οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων;
Παρά το γεγονός ότι σήμερα, Τρίτη, ξεκινούν νέες διακοινοτικές διαπραγματεύσεις στην Κύπρο, δεν είναι καθόλου σίγουρο κατά πόσο οι δύο πλευρές θα τολμήσουν το άλμα. Για τη στάση των ηγετών των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων, ο διευθυντής του παραρτήματος του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ στη Λευκώσια, Χούμπερτ Φάουστμαν, εκτιμά: «Ο κ. Έρογλου είναι σίγουρα κάποιος τον οποίο μάλλον θα πρέπει να τον πιέσεις για δράση. Δεν τον καίει και τόσο η επίλυση του Κυπριακού, μόνον λεκτικά την υποστηρίζει. Όσον αφορά τον κ. Αναστασιάδη είναι γνωστό ότι πράγματι θέλει τη λύση. Ως σήμερα όμως έχει κινηθεί για λόγους εσωτερικής πολιτικής πολύ προσεκτικά και διστακτικά. Με άλλα λόγια, ο ένας δεν θέλει, προσποιείται όμως ότι θέλει και ο άλλος θα ήθελε αλλά δεν κάνει ακόμη αρκετά. Για να αναπτυχθεί μια δυναμική στην πορεία αυτού του έτους θα πρέπει κάποια στιγμή ο Αναστασιάδης να κάνει το άλμα και ο Έρογλου να πιεστεί από την Τουρκία να συμμετέχει θετικά.»
Αν πράγματι οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμφωνία, τότε θα πρέπει να αποφασίσουν για αυτή, όπως το 2004 για το σχέδιο Ανάν, ξεχωριστά Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι οποίες διεξάχθηκαν στα δύο τμήματα της Κύπρου, δείχνουν ότι το 48% των Τουρκοκυπρίων και μόλις το 35% των Ελληνοκυπρίων έχουν την πρόθεση να ψηφίσουν «Ναι» σε ένα σχέδιο που θα προβλέπει μια διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία.
Δεδομένου και αυτού του αποτελέσματος ο Αχμέτ Σεζέν, καθηγητής διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Ανατολικής Μεσογείου στην Αμμόχωστο, είναι αισιόδοξος ότι υπάρχουν περιθώρια υπερψήφισης ενός νέου σχεδίου. «Είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν τη λύση μιας διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας. Στις δημοσκοπήσεις που κάναμε, τόσο Τουρκοκύπριοι όσο και Ελληνοκύπριοι την θεωρούν ως την δεύτερη καλύτερη επιλογή. Πιστεύω ότι αν έχεις σε κάθε πλευρά μια σωστή ηγεσία τότε οι πολίτες θα στηρίξουν το συμβιβασμό», ανέφερε ο κ. Σεζέν.
Στη συζήτηση επικράτησε η άποψη ότι οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις είναι αποτέλεσμα κυρίως αμερικανικών πιέσεων. Κατά την άποψη του κ. Σεζέν θα ήταν ολότελα αντιπαραγωγικό, εάν ξένοι παράγοντες επιδίωκαν να ασκήσουν πίεση στις δύο κοινότητες για να υπερψηφίσουν το σχέδιο στο οποίο πιθανώς να καταλήξουν οι διαπραγματευτικές ομάδες.
Διαβάστε επίσης
Αναστασιάδης στη Χουριέτ: «Ημέρα πένθους θα είναι η μη λύση στο Κυπριακό»