Πρώην υπουργοί με συντάξεις που ξεπερνούν τις €4.000 τον μήνα στην Κύπρο
Την κατάργηση των συντάξεων των €3.000 και των €4.000 μηνιαίως τουλάχιστον για τους νέους κρατικούς αξιωματούχους εισηγήθηκε στον υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας Οδυσσέας Μιχαηλίδης.
Υποδεικνύοντάς του, μάλιστα, πως οι όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις απαιτούνται επί του θέματος θα πρέπει να δρομολογηθούν τάχιστα και οπωσδήποτε πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2016, έτσι ώστε οι νέοι βουλευτές να μην ενταχθούν στο υφιστάμενο κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων, ως απότοκο του οποίου το Κράτος κατέβαλε το 2014 σε μόλις 135 συνταξιούχους κρατικούς αξιωματούχους το συνολικό ποσό των €3.125.080.
Ο κατάλογος των 135 συνταξιούχων κρατικών αξιωματούχων περιλαμβάνει μόνο πρώην Προέδρους της Δημοκρατίας, προέδρους της Βουλής, βουλευτές, θρησκευτικούς αντιπροσώπους, υπουργούς, υφυπουργούς και κυβερνητικούς εκπροσώπους.
Η επιστολή του κ. Μιχαηλίδη προς τον υπουργό Οικονομικών στάλθηκε στις 18 του μήνα. Χθες, η συγκεκριμένη επιστολή διανεμήθηκε από τον πρόεδρο της Βουλής Γιαννάκη Ομήρου στους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων για μελέτη.
Ειδικότερα, με βάση τον περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμο που ψήφισε η Βουλή το 2012, καταργήθηκε το κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων για όλους τους νεοεισερχόμενους υπαλλήλους που διορίστηκαν σε μόνιμη θέση μετά την 1η Οκτωβρίου 2011.
Ωστόσο, Υπουργείο Οικονομικών και Βουλή δεν προχώρησαν σε ανάλογη ρύθμιση για αρκετούς κρατικούς αξιωματούχους, οι οποίοι εντάσσονται σε ανάλογο σχέδιο επαγγελματικής συνταξιοδοτικής παροχής με βάση άλλους Νόμους. Όπως είναι, για παράδειγμα, ο «περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) Νόμος» του 1980, ο οποίος ρυθμίζει την καταβολή κυβερνητικής σύνταξης στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρόεδρο της Βουλής, στους βουλευτές και στους υπουργούς. Στην προκειμένη περίπτωση, οι βουλευτές εξαίρεσαν τους εαυτούς τους.
Στην κατακλείδα της επιστολής του, ο κ. Μιχαηλίδης επισημαίνει τα εξής στον Χάρη Γεωργιάδη: «Συστήνουμε όπως το θέμα εξεταστεί χωρίς καθυστέρηση και όπως προωθηθεί, το συντομότερο, ανάλογη εναρμόνιση των προνοιών για τις πιο πάνω κατηγορίες κρατικών αξιωματούχων και γενικά όλων των περιπτώσεων για τις οποίες οι σχετικές νομοθεσίες/όροι εργασίας χρήζουν τροποποίησης και οπωσδήποτε πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2016, ώστε για νέους κρατικούς αξιωματούχους να μη γίνεται ένταξη σε κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων».
Όπως υποδεικνύει στην επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομικών ο κ. Μιχαηλίδης, με βάση το σημερινό επίπεδο απολαβών των βουλευτών, η σύνταξη βουλευτή με μια θητεία (5 χρόνια) ανέρχεται σε €1.352 μηνιαίως και το φιλοδώρημα σε €75.729 ενώ για βουλευτή που συμπλήρωσε δύο συνεχόμενες θητείες (10 χρόνια) η σύνταξή του ανέρχεται σε €3.306 τον μήνα και το φιλοδώρημά του σε €185.115.
Στις περιπτώσεις των υπουργών που υπηρέτησαν για 30 μήνες, η σύνταξή τους ανέρχεται σε €1.036 μηνιαίως και το φιλοδώρημα σε €58.039. Υπουργοί που υπηρέτησαν για πέντε χρόνια λαμβάνουν σύνταξη €1.684 μηνιαίως και φιλοδώρημα ύψους €94.314. Στις περιπτώσεις υπουργών που υπηρέτησαν δύο συνεχόμενες θητείες (10 χρόνια), η σύνταξή τους ανέρχεται στις €4.146 τον μήνα και το φιλοδώρημά τους στις €232.157.
Τονίζεται ότι η καταβολή της σύνταξης των βουλευτών και των υπουργών αρχίζει από το 60ό έτος της ηλικίας τους, νοούμενου ότι δεν εξακολουθούν να ασκούν οποιοδήποτε άλλο λειτούργημα ή αξίωμα στη Δημοκρατία.
Σύμφωνα με τον Γενικό Ελεγκτή, ανάλογα είναι τα παραδείγματα για τους δημάρχους, τον πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, τον Έφορο Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, τον Επίτροπο Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, τον Επίτροπο Διοίκησης και τον Επίτροπο Νομοθεσίας για τους οποίους η καταβολή κυβερνητικής σύνταξης προβλέπεται στους οικείους Νόμους ή στους όρους εργασίας των συμβολαίων απασχόλησής τους.
Όπως καταγγέλλει στην επιστολή του ο Γενικός Ελεγκτής, η διατήρηση του κυβερνητικού σχεδίου σύνταξης μόνο για τους κρατικούς αξιωματούχους συνιστά στρέβλωση που θα πρέπει να αρθεί για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτο, διατηρείται επ’ άπειρον ένα τέτοιο σχέδιο για συγκεκριμένες κατηγορίες αξιωματούχων, με μικρό αριθμό μελών, προκαλώντας έτσι, δυσανάλογα υψηλό διαχειριστικό κόστος.
Δεύτερο, δημιουργεί στα δημόσια οικονομικά ένα βάρος που είναι δυσανάλογο με τις απολαβές που λαμβάνουν οι κρατικοί αξιωματούχοι για όσο χρόνο προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Κράτος.
Τρίτο, συνιστά άδικη μεταχείριση έναντι των υπαλλήλων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Και το κυριότερο, δίνει στον πολίτη την εντύπωση προνομιακής μεταχείρισης και μη ισότιμης από όλους συνδρομής στην ανάληψη των βαρών για εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
πηγη philenews.com