ΔΝΤ: Η ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας συνεχίζεται αλλά το χρέος παραμένει μεγάλο

Με αργούς ρυθμούς εξελίσσεται η εξυγίανση των ισολογισμών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα στην Κύπρο, και το χρέος παραμένει πολύ μεγάλο, επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της κυπριακής οικονομίας μετά την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο - και ζητά τη λήψη μέτρων.
3'

Όπως αναφέρει ανακοίνωση του ΔΝΤ, στις 7 Ιουνίου 2017 η εκτελεστική επιτροπή του ταμείου ολοκλήρωσε την πρώτη συζήτηση για την παρακολούθηση της Κύπρου μετά την έξοδο της από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.

Σημειώνεται ότι η ανάκαμψη συνεχίζει να ενισχύεται τους 15 μήνες από την έξοδο από το πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από το ταμείο.

Η οικονομική ανάπτυξη, προστίθεται, έχει ευρεία βάση και έφθασε στο 2,8% το 2016, υποστηρίζοντας την απότομη πτώση του ποσοστού ανεργίας.

Εξαιρουμένων των μεγάλων εφάπαξ εισαγωγών, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνέχισε να μειώνεται και τα προηγούμενα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα των τιμών διατηρήθηκαν.

Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα έφτασε το 2016 στο 2,3% του ΑΕΠ (σε ταμειακή βάση), με στήριξη από τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα έτη και τη βελτίωση των κυκλικών συνθηκών, ενώ το κόστος του δανεισμού του κράτους στην αγορά έχει μειωθεί σημαντικά.

Η αναδιάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει επίσης επιταχυνθεί.

Ωστόσο, σημειώνεται ότι η εξυγίανση των ισολογισμών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς και το χρέος παραμένει πολύ μεγάλο.

Μεσοπρόθεσμα, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να μειωθεί σταδιακά σε μόλις πάνω από 2%, κυρίως λόγω δύο παραγόντων: Tην αναμενόμενη ανάκαμψη της εξυπηρέτησης του χρέους από τον ιδιωτικό τομέα και την αποκατάσταση των αποταμιεύσεων και τη σταδιακή εξάλειψη της αύξησης των επενδύσεων.

Σε συνδυασμό με τη μείωση του χρέους, η εντατική εξυπηρέτηση του χρέους θα αποκαταστήσει σταδιακά το ιδιωτικό χρέος σε πιο βιώσιμα επίπεδα και θα βελτιώσει την οικονομική ευρωστία του τραπεζικού τομέα.

Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα αναμένεται να φθάσει το 3% του ΑΕΠ το 2017 και θα υποχωρήσει στο 2,5% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια των ετών 2018-22, συμβάλλοντας στη μείωση του δημόσιου χρέους χωρίς την κατοχή μετρητών σε μόλις πάνω από 80% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.

Οι εκτελεστικοί διοικητικοί σύμβουλοι εκφράζουν την ικανοποίησή τους για τα αξιοσημείωτα οικονομικά επιτεύγματα της Κύπρου μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, περιλαμβανομένης της ενίσχυσης της ανάπτυξης και της απασχόλησης, των μεγάλων πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και της συνεχιζόμενης σταδιακής επούλωσης του τραπεζικού συστήματος.

Τονίζεται ότι αυτά τα επιτεύγματα δεν έχουν οδηγήσει ακόμη σε σημαντικές μειώσεις των υψηλών επιπέδων του χρέους του ιδιωτικού τομέα, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης.

Ως εκ τούτου, η διεύθυνση του ταμείου καλεί τις αρχές να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους.

Σημειώνεται ότι η ικανότητα της Κύπρου να αποπληρώσει το δάνειο που έλαβε από το ΔΝΤ, είναι ικανοποιητική αλλά υπόκειται σε κινδύνους.

Η παρατεταμένη συγκρατημένη αύξηση του ΑΕΠ και τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, αναμένεται να στηρίξουν την ικανότητα αποπληρωμής, υποστηριζόμενη από ένα προπληρωμένο προφίλ λήξης του επίσημου χρέους και τη συνεχή πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές με ευνοϊκούς όρους.

Οι διευθυντές χαιρετίζουν την πρόθεση των αρχών να αποπληρώσουν το αρχικό μέρος της πίστωσης από το Ταμείο, γεγονός που θα μειώσει περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.

Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής σε περίπτωση αστάθειας της οικονομικής ανάπτυξης και οικονομικών κρίσεων, το ΔΝΤ προτρέπει πιο φιλόδοξες πολιτικές για την αύξηση των αποθεμάτων πολιτικής, και τη μείωση του χρέους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.

Οι διευθυντές συστήνουν μέτρα για την επιτάχυνση της καθοδικής πορείας των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της μόχλευσης του ιδιωτικού τομέα για την ενίσχυση της αποδοτικότητας της κατανομής των πιστώσεων, την εξάλειψη των υπερβολικών χρεών, την προστασία της επάρκειας των κεφαλαίων των τραπεζών και τη βελτίωση της κουλτούρας των πληρωμών.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ