Καμπανάκια από ΟΟΣΑ και οικονομολόγους
Εκρηκτικό κοκτέιλ απειλεί τη γερμανική οικονομία – Πίεση στην αγορά ακινήτων και δημοσιονομική κρίση
Υπό πίεση εξακολουθεί να βρίσκεται η οικονομία της Γερμανίας, όπως δείχνουν τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία. Την ίδια ώρα η δημοσιονομική κρίση που έχει ξεσπάσει μετά την απόφαση -βόμβα από το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας, το οποίο έθεσε υπό αμφισβήτηση την πρακτική της χρήσης ειδικών κεφαλαίων εντείνει τις ανησυχίες για τις προοπτικές της ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώνεται και ο μεταποιητικός κλάδος παραμένει κάτω από το κρίσιμο όριο του 50, κάτι που υποδηλώνει μια επικείμενη ύφεση.
Επιπλέον η σημαντική μείωση στις κατασκευές κατοικιών και στις νέες παραγγελίες, αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ισχυρότερη οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου, οι οποίες παραμένουν και για το 2024.
Στη Γερμανία, ο κατασκευαστικός τομέας συμβάλλει κατά 6% στο ΑΕΠ της χώρας και αντιπροσωπεύει το ένα πέμπτο της συνολικής παραγωγής και μία στις 10 θέσεις εργασίας.
Υπενθυμίζεται ότι μετά την πανδημία Covid-19, όταν η προσφορά χρήματος ήταν στο αποκορύφωμά της και τα επιτόκια εξαιρετικάχαμηλά, δισεκατομμύρια ευρώ διοχετεύθηκαν σε αυτόν τον κλάδο με αποτέλεσμα υπερτιμολογημένες αποτιμήσεις με τις τιμές των κατοικιών να αυξάνονται κατά 66%.
Είναι ενδιαφέρον ότι η κατασκευαστική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 16% μεταξύ 2015 και 2022.Οι τιμές των πρώτων υλών είναι 40% ακριβότερες από ό,τι πριν την περίοδο του κορωνοϊού και τα επιτόκια έχουν αυξηθεί 10 φορές από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή αλλά και της υποχώρησης της εμπιστοσύνης, καθώς ο πληθωρισμός παραμένει στα ύψη.
Εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος της BaFin, η οποία εποπτεύει περίπου 1.740 τράπεζες και 674 ιδρύματα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στη Γερμανία, προειδοποίησε πρόσφατα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν μεγάλη έκθεση σε εμπορικά ακίνητα ότι αναμένεται περαιτέρω πτώση των αποτιμήσεων.
Ο γερμανικός γίγαντας λιανικής Adler Group SA βρίσκεται ήδη αντιμέτωπος τεράστιες επιβαρύνσεις, ενώ η κατασκευή του Elbtower στο Αμβούργο σταμάτησε πρόσφατα επειδή εταιρεία δεν πλήρωσε, με το συνολικό κόστος του να ανέρχεται στα 1,38 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ένα άλλο ενδεικτικό σημάδι ορισμένων διαρθρωτικών αδυναμιών στη γερμανική οικονομία είναι ότι ούτε ένα νέο σιδηροδρομικό έργο δεν πήρε το πράσινο φως το 2023.
Επιπλέον, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προειδοποίησε στις 23 Νοεμβρίου ότι η δημοσιονομική κρίση της Γερμανίας, η οποία έχει θέσει υπό αμφισβήτηση προγραμματισμένες δαπάνες δισεκατομμυρίων ευρώ, θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην ατμομηχανή της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια.
«Αν υπάρχουν λιγότερες επενδύσεις και δαπάνες στη Γερμανία τα επόμενα χρόνια επειδή υπάρχουν λιγότερα διαθέσιμα χρήματα, αυτό θα έχει αναπόφευκτα αντίκτυπο στην οικονομία της Ε.Ε.» δήλωσε στο Reuters ο Ρόμπερτ Γκρούντκε, επικεφαλής του ΟΟΣΑ για τη γερμανική οικονομία.
Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία θα εισάγει λιγότερα ενδιάμεσα αγαθά και λιγότερα τελικά αγαθά και υπηρεσίες από την Ε.Ε.
«Η αβεβαιότητα για τη μελλοντική δημοσιονομική πολιτική έχει ήδη αρνητικό αντίκτυπο στην επενδυτική δραστηριότητα των εταιρειών και στη καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών στη Γερμανία» πρόσθεσε ο Γκρούντκε. Αλλά και σε μια πρόσφατη έκθεση του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων προβλέπεται πως η ανάπτυξη το επόμενο έτος θα είναι αναιμική, καθώς το ΑΕΠ της πρόκειται να συρρικνωθεί κατά 0,4% το 2023.
Επίσης, όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, δεν μπορεί να αποκλειστεί η προοπτική μιας νέας ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι τα αποθέματα είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Εν τω μεταξύ υψηλόβαθμος βουλευτής από τον κυβερνώντα συνασπισμό του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς ανάφερε πως η Γερμανία έχει μια πιθανή τρύπα στον προϋπολογισμό της για το 2024 έως και 24 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο Ότο Φρίκε, μέλος της επιτροπής προϋπολογισμού της Bundestag για τους Ελεύθερους Δημοκράτες, είπε ότι αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να βρει μεταξύ 14 και 24 δισεκατομμυρίων ευρώ.