Τα «βάσανα» της Louis Vuitton και τα κακά μαντάτα για τον κλάδο πολυτελών ειδών

Στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009 οι πωλήσεις του διάσημου γαλλικού οικού μόδας

Στο μάτι του κυκλώνα βρίσκονται οι μετοχές του κλάδου πολυτελών ειδών, στον απόηχο της ανακοίνωσης από την ιδιοκτήτρια εταιρείας της Louis Vuitton και Dior για αύξηση μόλις 1% στις πωλήσεις στο δεύτερο τρίμηνο.

Οι επιδόσεις ήταν κάτω από τις προσδοκίες των αναλυτών που έκαναν λόγο για άνοδο των πωλήσεων κατά 2,89% και αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης από το 2009, εξαιρουμένης της «βουτιάς» την περίοδο της πανδημίας.

Οι πωλήσεις ειδών μόδας και δερμάτινων ειδών, ο κινητήρας του ομίλου, αυξήθηκαν επίσης κατά 1% το τρίμηνο έως τις 30 Ιουνίου, περίπου το μισό από αυτό που περίμεναν οι αναλυτές. Οι μετοχές υποχώρησαν έως και 6,5%. Το λειτουργικό περιθώριο του πρώτου εξαμήνου μειώθηκε στο 25,6% από 27,4%. Μετά από τρία χρόνια ισχυρής αύξησης των πωλήσεων, τα κόστη αυξήθηκαν, ενώ η εταιρεία συνέχισε να επενδύει. Υπήρξε επίσης μια «βίαιη» στροφή μεταξύ Κινέζων πελατών προς ψώνια στην Ιαπωνία, σύμφωνα με τον Οικονομικό Διευθυντή Jean-Jacques Guiony.

Το αδύναμο γιεν κάνει ουσιαστικά τις τιμές για τις τσάντες ελκυστικότερες, ενώ τα ενοίκια των καταστημάτων είναι πιο πιθανό να αυξηθούν παράλληλα με τις πωλήσεις, ασκώντας πίεση στην κερδοφορία. Η ύφεση του κλάδου γίνεται αισθητή επειδή και οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές της ζήτησης, οι ΗΠΑ και η Κίνα, διανύουν επιβράδυνσης. Το δεύτερο τρίμηνο συγκρίνεται με την περίοδο πριν από ένα χρόνο, όταν η Κίνα βγήκε από τα lockdown και οι καταναλωτές ξόδευαν πολύ περισσότερα.

Τώρα οι αγοραστές είναι πιο επιφυλακτικοί εν μέσω μιας βαθύτερης επιβράδυνσης των ακινήτων, ίσως εξηγώντας γιατί είναι τόσο πρόθυμοι να ξοδέψουν τα χρήματά τους για ταξίδια στην Ιαπωνία. Εν τω μεταξύ, οι καταναλωτές της μεσαίας τάξης των ΗΠΑ παραμένουν υπό πίεση λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλών επιτοκίων. Οι πρωταγωνιστές τον κλάδο των πολυτελών ειδών χρειάζονται κορυφαία πελατειακή βάση και επύνυμες μάρκες. Η LVMH έχει σίγουρα και τα δύο, αλλά είναι επίσης εκτεθειμένη σε κρασιά και οινοπνευματώδη ποτά, όπου υπήρξε «σοβαρό ζήτημα ζήτησης στη σαμπάνια», και σε πελάτες της μεσαίας τάξης, για παράδειγμα στις ΗΠΑ, όπου η εταιρεία προσπαθεί να προωθήσει τα κοσμηματοπωλεία Tiffany, τη στιγμή που οι βασικοί αγοραστές περιορίζουν τις αγορές σε δαχτυλίδια αρραβώνων.

Κατά συνέπεια, ο συνολικός ρυθμός ανάπτυξής της υστερεί σε σχέση με την ιταλική Brunello Cucinelli SpA, η οποία προβλέπει ότι οι πωλήσεις της θα αυξηθούν κατά 10% φέτος. Η Hermes International SCA, που κατασκευάζει τσάντες Birkin αξίας 10.000 δολαρίων, αναμένεται επίσης ανθεκτική εικόνα. Πάντως η LVMH ανέφερε ότι η ζήτηση για πιο ακριβά είδη, όπως ρούχα επώνυμων σχεδιαστών, παρουσιάζει καλύτερη εικόνα σε σχέση με τις φθηνότερες τσάντες της. Γενικότερα όσες εταιρείες απευθύνονται στη μεσαία τάξη είναι πιο ευάλωτες.

Η βρετανική Burberry Group Plc προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα ότι θα μπορούσε να έχει ζημιά για το πρώτο εξάμηνο του έτους, ανέστειλε το μέρισμά της και απέλυσε τον διευθύνοντα σύμβουλό της Jonathan Akeroyd. Η Kering SA προσπαθεί να προωθήσει τη ναυαρχίδα της μάρκας Gucci, ωστόσο αντιμετωπίζει δυσκολίες.

Οι πωλήσεις προϊόντων Gucci μειώθηκαν κατά 18% το πρώτο τρίμηνο και οι αναλυτές δεν αναμένουν ότι η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί μέχρι σήμερα.