«Ο μπαμπάς σκότωσε τη μαμά…»
Βαρέθηκα να μετράω… Δεν είναι αριθμοί. Είναι γυναίκες. Δολοφονημένες. Από τους συζύγους, συντρόφους, φίλους τους.
Είναι γυναίκες που ερωτεύτηκαν και τις ερωτεύτηκαν. Κι αυτός ο έρωτας κατέληξε στο θάνατο. Στη δολοφονία τους.
Και αυτή η γυναίκα, όπως και πολλές άλλες, τα έκανε όλα σωστά. Σχεδόν όλα. Κατήγγειλε τον δολοφόνο της. Προσπάθησε να λάβει τα μέτρα της. Ρίσκαρε που τον λυπήθηκε. Που έκανε κάποια βήματα, κάποιες φορές πίσω. Και το πλήρωσε με τη ζωή της.
Δεν αλλάζει ο άνθρωπος λένε. Λάθος. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Τα κτήνη δεν αλλάζουν. Δεν παίρνουν χαμπάρι από τίποτα. Ούτε καν από τα παιδιά τους: «Ο μπαμπάς σκότωσε τη μαμά».
Αυτή η φράση, της κόρης του νέου θύματος, είναι ακόμη μια που θα μας στοιχειώνει. Όπως «το περιπολικό δεν είναι ταξί». Όπως κι άλλες. Δυστυχώς οι δολοφονίες των γυναικών πια συνοδεύονται και από φράσεις που χαράσσονται στη μνήμη μας.
Η γυναίκα μαχαιρώθηκε από το κτήνος που ήταν σύζυγος της και πατέρας των παιδιών της, μέσα στο δρόμο. Δέχτηκε αλλεπάλληλες μαχαιριές. Αμόκ θα πουν για να γλιτώσει κάποια χρόνια κάθειρξης το κτήνος. Αμόκ που κρατάει χρόνια…
Νομικός πολιτισμός απέναντι στον πολιτισμό. Τα γράφουμε μπας και προλάβουμε τα όσα τραγικά θα ακούσουμε από τους δικηγόρους του κτήνους. Αλλά, τίποτα και κανείς δεν θα μπορέσει να καλύψει τη φράση «Ο μπαμπάς σκότωσε τη μαμά».
Δράμα δραμάτων. Ακόμη ένα στη χώρα που λέγεται Ελλάδα. Αυτή που μετά την Κυριακή, παρακολουθεί άπραγη μια ακόμη γυναίκα να δολοφονείται. Μία ακόμα που τα έκανε σχεδόν όλα σωστά… Αλλά βαθιά μέσα της ήξερε πως δεν θα σωθεί. Πως σε αυτό το κωλοκράτος δεν είχε ελπίδα… Τα γράφαμε πως η Κυριακή δεν θα ήταν η τελευταία. Και γράφουμε πως ούτε και αυτό το κορίτσι θα είναι…
Δεν είναι μαντεψιά. Είναι βεβαιότητα. Κράτος δικαίου θα μου πεις. Κράτος θανάτου, απαντώ.