Κόκκινο Ποτάμι: Το τραγικό φινάλε που θα καθηλώσει το τηλεοπτικό κοινό!
Ο Μίλτος προσπαθεί να βρει την Ιφιγένεια και το παιδί του, ενώ ο Θέμης και οι υπόλοιποι Αμισιώτες αποκλεισμένοι ετοιμάζονται να πέσουν πολεμώντας.
Τα βάσανα του Θεόκλητου έχουν αρχίσει, εξαγριωμένοι Τούρκοι τον τραβούν στην πλατεία και ο όχλος που έχει μαζευτεί ζητά τον θάνατο του. Ο Οσμάν και ο Μουσταφά υποδαυλίζουν το μίσος του κόσμου που ουρλιάζει να «πεθάνουν όλοι οι χριστιανοί». Μέσα σε αυτή την εκρηκτική ατμόσφαιρα, οι Έλληνες εκλιπαρούν τον Μουτασερίφη να σταματήσει αυτή την τρέλα.
Η Δόμνα, μην αντέχοντας άλλο να βλέπει τον Θεόκλητο να βασανίζεται από τους Τούρκους, προσπαθεί να πάει κοντά του. Κάποιοι από το πλήθος την πυροβολούν.
Ο γιος της τρέχει να τη βοηθήσει, ενώ ο Θεόκλητος με όση δύναμη του απομένει φωνάζει στους χριστιανούς να φύγουν για να σωθούν. Το μίσος όμως... ξεχειλίζει και η πλατεία γεμίζει πτώματα. Ο Θεόκλητος βρίσκει τραγικό θάνατο.
Ο Θέμης, στην απεγνωσμένη-αναζήτηση της Ευγενίας, πέφτει πάνω στη Σωτηρία που φροντίζει να τον κρύψει και να τον πάει στη μητέρα του. Μόλις πέφτει η νύχτα, ξεκινούν να φύγουν από το χωριό του μαρτυρίου για να συναντήσουν τους υπόλοιπους στο βουνό. Καθώς περνούν από την πλατεία αντικρίζουν ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ο Θεόκλητος βρίσκεται εκεί κρεμασμένος.
Με τη φρίκη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους συνεχίζουν τον δρόμο τους και όταν βρίσκονται με τους άλλους αποφασίζουν να γυρίσουν να πάρουν το πτώμα του θεόκλητου για να το θάψουν. Η τελευταία πράξη για τον Θεόκλητο παίζεται με τον παπα-Ευτύχη να ψέλνει και τους Αμισιώτες φυγάδες να ρίχνουν χώμα και λουλούδια στον τάφο του.
Εν τω μεταξύ, στο καραβάνι η κατάσταση των χριστιανών είναι τραγική. Εξαντλημένοι από τις κακουχίες παλεύουν να κρατηθούν στη ζωή. Ο Μουράτ και ο Χαρούν, βλέποντας τις γυναίκες έτσι, διαλέγουν τέσσερις από τους αιχμαλώτους και τους διατάζουν να ανοίξουν έναν μεγάλο λάκκο. Η Σοφία αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για τάφο και ξεσπά.
Οι φρουροί πιάνουν τις ανήμπορες γυναίκες, που μετά βίας σαλεύουν, τις πετάνε μέσα στον λάκκο και τις θάβουν ζωντανές. Η Ιφιγένεια και η Σοφία καταφέρνουν να τραβήξουν τη Μελικέ, που είναι η πιο ευάλωτη, πίσω από ένα δέντρο. Μετά την αποτρόπαια πράξη τους οι Τούρκοι οδηγούν το καραβάνι σε ένα ξέφωτο. Η Ιφιγένεια νιώθει ζάλη, ενώ το μικρό στα πόδια της είναι σχεδόν αναίσθητο.
Εκείνη την ώρα μερικοί χωρικοί που γυρίζουν από τα χωράφια βλέπουν τους εξαθλιωμένους χριστιανούς και προσπαθούν να τους βοηθήσουν. Η Μελικέ και η Γεσθημανή προτρέπουν την Ιφιγένεια να δώσει το παιδί στους χωρικούς για να το σώσει. Μια γυναίκα, η Χρυσάνθη, της λέει πως είναι χριστιανή Πόντια και της υπόσχεται ότι θα το προσέχει σαν να είναι δικό της παιδί.
Όταν τελειώσουν όλα, θα σε περιμένω να έρθεις να το πάρεις, της λέει. Με πόνο ψυχής η Ιφιγένεια αφήνει το παιδί από την αγκαλιά της. Με τρεμάμενη φωνή της λέει το όνομα της και ότι ο Μιλτιάδης είναι ο γιος της. Η Χρυσάνθη της γνέφει με καλοσύνη, παίρνει το παιδί και χάνεται μέσα στο σκοτάδι. Στην Αμισό ο Οσμάν, όταν βλέπει ότι το πτώμα του Θεόκλητου λείπει, ετοιμάζεται να πάρει εκδίκηση. Χρησιμοποιεί τη Σωτηρία για να μεταφέρει μια πρόταση στον Θέμη. Εάν του παραδοθεί, θα αφήσει τη Βασιλική, την Ευγενία και τους υπόλοιπους να γλιτώσουν.
Παρά τις αντιρρήσεις των δικών του, ο Θέμης δέχεται και πηγαίνει στην παγίδα που του έχει στήσει ο Οσμάν. Την ώρα που ο τελευταίος ετοιμάζεται να τον σκοτώσει, ακούγεται μια ομοβροντία πυροβολισμών από τους Παναγιώτη, Ανέστη και Χρήστο. Ο Θέμης γλιτώνει μαζί με τους υπόλοιπους, ενώ μέσα στον χαμό η Βασιλική σκοτώνει τον Μουσταφά.
Μια καταδίωξη ξεκινά και ο Θέμης, η Βασιλική, η Ευγενία και οι υπόλοιποι Αμισιώτες καταλαβαίνουν ότι είναι αποκλεισμένοι από τον Οσμάν, τον Οντούρ και στρατό που έχει έρθει. Η μόνη τους επιλογή είναι να πέσουν πολεμώντας. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, ο Μίλτος στην προσπάθεια του να βρει την Ιφιγένεια, το μωρό και τις άλλες γυναίκες αντιλαμβάνεται ότι μόνο με τη βοήθεια του Ζαχάρωφ μπορεί κάτι να πετύχει, διότι το μένος εναντίον των Ελλήνων κυριαρχεί παντού.