Φως στο Τούνελ: «Μου είπε ότι τον κυνηγούν να τον σκοτώσουν» - Τι λέει μάρτυρας για τον ρεμπέτη
Το παρασκήνιο και οι νέες μαρτυρίες ανάβουν απόψε το φως στο θρίλερ του Περικλή Τσιάπανο ρεμπέτη της Αριστοτέλους. Τι λέει ο τελευταίος μάρτυρας που είδε τον αγνοούμενο πριν ανοίξει η γη και τον καταπιεί;
«Ο άνθρωπος μπήκε από την καγκελόπορτα στην πυλωτή της πολυκατοικίας μας. Γύρισα απότομα, μου χαμογέλασε, μου έκλεισε το μάτι και με ρώτησε τι κάνω. Μου είπε ότι μένει στην πολυκατοικία. Όταν επέμεινα για το ποιος είναι μου είπε ‘φίλε θα γίνει απόπειρα ανθρωποκτονίας, κυνηγάνε να με σκοτώσουν’. Τον ρώτησα αν χρειάζεται βοήθεια να πάρω κάποιον τηλέφωνο, κάποιον δικό του, μου απάντησε ένα ‘όχι’ και φεύγει με ήρεμες κινήσεις. Με ρωτούσε αν με έστειλε ο Βασιλείου. Δυο τρεις φορές μου ανέφερε αυτό το όνομα».
Όπως αναφέρει ο μάρτυρας, την επόμενη μέρα άνοιξε το Facebook και είδε κοινοποίηση της εξαφάνισης του Περικλή Τσιάπανου, του ρεμπέτη.
«Πήρα τηλέφωνο στο ‘Χαμόγελο του Παιδιού’, τους είπα τι έχει γίνει και μετά από έναν, ενάμιση μήνα με πήρε η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, μου έκανε κάποιες ερωτήσεις τηλεφωνικά στην αρχή, τους είπα την ιστορία και μετά με κάλεσαν να κάνω γραπτώς την κατάθεση. Δε μου έδωσε καμία εντύπωση ότι μπορεί να μένει κάπου έξω και να ταλαιπωρείται αυτός ο άνθρωπος».
«Φοβόταν τον σπιτονοικοκύρη»
«Δεν είχαμε κανένα νέο. Έρχονται και μας ρωτάνε για τον Πέρη άνθρωποι που είδαν την εκπομπή και δεν ξέρουμε τίποτα», λέει φίλος του.
Ένας άλλος μουσικός του δρόμου ανέφερε στην κάμερα της εκπομπής πως είναι τριάντα χρόνια στους δρόμους της Θεσσαλονίκης αλλά μόνο μια φορά τον είχαν απειλήσει κάποιοι ναρκομανείς για να του πάρουν τα χρήματά του.
«Δεν υπάρχει κάποια συμμορία που να απειλεί για να πουλήσει προστασία. Είναι και η αστυνομία εδώ απέναντι οπότε δε φοβάσαι», λέει χαρακτηριστικά.
Φίλη του αγνοούμενου η οποία τον ήξερε καλά, αποκαλύπτει στην εκπομπή πως ήθελε να φύγει από το σπίτι που διέμενε γιατί είχε θέμα με τον έναν από τους δύο σπιτονοικοκύρηδες.
«Σε αυτόν που ήταν στην Ελλάδα, αργούσε να του βάλει μερικές φορές το μερίδιό του από το ενοίκιο. Τον φοβόταν, ερχόταν από το μαγαζί και ψάχναμε να βρούμε φθηνές πόρτες για να αλλάξει αυτές που είχαν φθορά από τον σκύλο. Του έλεγε ‘ακόμα δεν έφυγες από το σπίτι;’ Αγχωνόταν με αυτόν. Βοηθούσαμε και εμείς όσο μπορούσαμε».
Όπως αναφέρει, θεωρεί ιδιαίτερα περίεργο το γεγονός ότι πετάχτηκαν τα πράγματά του και έγινε και απολύμανση χωρίς να ενημερωθεί κανείς από την οικογένειά του.
«Δεν μπόρεσαν να ληφθούν ούτε αποτυπώματα, ούτε τίποτα. Με το που μου είπαν δύο του φίλοι ότι τον ψάχνουν, το μυαλό μου πήγε στο κακό και σκέφτηκα ότι τον φάγανε», κατέληξε.