Ο Τσόμσκι στην προδημοσίευση του βιβλίου γνωστού δημοσιογράφου

Με εντατικούς ρυθμούς, όπως μαθαίνουμε, συνεχίζει ο γνωστός δημοσιογράφος Θάνος Δημάδης τη συγγραφή το βιβλίου του για τα Μνημόνια και τα προσωπικά του βιώματα ως ανταποκριτής από τα κέντρα λήψης αποφάσεων του εξωτερικού.
6'

Πρόσφατα μάλιστα γνωστό περιοδικό έκανε προδημοσίευση ενός μικρού κομματιού από τις σελίδες του βιβλίου, στο οποίο ο προϊστάμενος του πολιτικού ρεπορτάζ του ALPHA αφηγείται την συνάντησή του με τον γνωστό φιλόσοφο και στοχαστή Νόαμ Τσόσμκι στη Βοστόνη των ΗΠΑ. Όπως μπορείτε να διαβάσετε, το ύφος της γραφής του Θάνου Δημάδη είναι εξίσου ενδιαφέρον με το περιεχόμενο των όσων γράφει.

Δείτε τι χαρακτηριστικά αφηγείται ο γνωστός δημοσιογράφος του ALPHA στο βιβλίο του:

«Ένα από τα πολυτιμότερα πράγματα στη ζωή μας είναι οι εικόνες, οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες που καθένας μας κουβαλάει στο διάβα της πορείας του. Αυτά είναι και τα τρία πράγματα, που συνθέτουν, κατά την άποψή μου, την υπόστασή ενός σύγχρονου δημοσιογράφου. Για τρεις λόγους: γιατί χωρίς εικόνες ένας δημοσιογράφος δεν μπορεί να ούτε να ανακαλύψει ούτε να πλάσει ιστορίες. Xωρίς αναμνήσεις δεν μπορεί να νιώσει όσα καλείται να μεταδώσει ως ειδήσεις. Και φυσικά χωρίς εμπειρίες δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα όπως πρέπει. Και οι τρεις αυτοί παράμετροι είναι που σήμερα με κάνουν να αισθάνομαι τυχερός για όσα κατάφερα να συλλέξω τα προηγούμενα χρόνια ως ανταποκριτής από την Ουάσινγκτον, τη Νέα Υόρκη και τις Βρυξέλλες, και τα οποία συναπαρτίζουν το κουτί του δικού μου μικρού προσωπικού «θησαυρού».

Συνάντησα για πρώτη φορά τον γνωστό Αμερικανό καθηγητή γλωσσολογίας και φιλόσοφο, Νόαμ Τσόμσκι με την ευκαιρία μίας συνέντευξης, κάπου στις αρχές του 2011. Βρίσκομαι έξω από την πόρτα του γραφείου του. Παίρνω μία βαθιά ανάσα και χτυπάω το κουδούνι. Μπροστά μου εκείνη την στιγμή βρισκόταν μία κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης διανόησης. H συζήτηση γρήγορα πάει στην κρίση και τον ρόλο της νέας γενιάς μέσα σε αυτήν. «Ο κόσμος είναι στα χέρια σας», μου λέει. Και συνεχίζει: «Η ανθρωπότητα οδεύει προς το γκρεμό και την καταστροφή. Η παρακμή και η συρρίκνωση της δημοκρατίας, ο αιχμηρός ταξικός διαχωρισμός, η τεράστια συγκέντρωση πλούτου, η λιτότητα τη στιγμή που απαιτείται ανάπτυξη. Δεν έχει απομείνει χρόνος για να γίνουν πολλά. Είναι στο χέρι το δικό σας, των νέων ανθρώπων. Όπως και σε σας εναπόκειται να επιχειρήσετε μελλοντικά να αναβιώσετε με όρους ουσίας την Δημοκρατία στην Ευρώπη. Αυτό είναι αναγκαίο, γιατί το βέβαιο είναι ότι πάσχει. Η μία κυβέρνηση μετά την άλλη διοικούνται από τεχνοκράτες διορισμένους από το εξωτερικό. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Μετά βίας είναι Δημοκρατία αυτό» καταλήγει.

Είχαν περάσει 45 ολόκληρα λεπτά χωρίς να έχω καταλάβει πώς. Σηκωθήκαμε από τις θέσεις μας και καθώς τον χαιρετούσα, μου ζητάει κάτι: «Θέλω να μου κάνετε μία χάρη. Όταν γυρίσετε στην Ελλάδα, σας παρακαλώ πείτε στους Έλληνες να μην παραιτούνται. Να μην γίνουν ένας παραιτημένος λαός. Η μεγαλύτερη απειλή είναι η μοιρολατρία. Αν δεν καταφέρετε να νικήσετε το αίσθημα της παραίτησης από την διαρκή προσπάθεια για το καλύτερο, φοβάμαι ότι θα έχετε χάσει το παιχνίδι. Και φυσικά αυτό το μήνυμα πρέπει να φθάσει πρωτίστως στους νέους. Εσείς οι νέοι θα αλλάξετε τα πράγματα, γιατί χωρίς εσάς η χώρα θα είναι δίχως μέλλον».

Όμως εκείνη η συνάντησή μας έμελλε να μην είναι η τελευταία. Με λιγότερη αγωνία τούτη τη φορά, αλλά με το ίδιο άγχος, δύο χρόνια αργότερα- αρχές του 2012- βρέθηκα να χτυπάω ξανά το κουδούνι του γραφείου του. Καθισμένος στην ίδια θέση που τον είχα συναντήσει, ο Νόαμ Τσόμσκυ με υποδέχτηκε με μία ερώτηση που με άφησε έκπληκτο. «Γιατί παραιτηθήκατε από τον κανάλι που εργαζόσασταν;» με ρωτά. Περνούν κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσω την ερώτηση που άκουγα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να αναρωτηθώ το πώς ο Τσόμσκυ γνώριζε όσα είχαν μεσολαβήσει τους προηγούμενους μήνες με την αποχώρησή μου από τον ΣΚΑΪ. «Υπάρχουν φορές που ένας δημοσιογράφος, και μάλιστα της νέας γενιάς, πρέπει να θέτει όρια και αυτά τα όρια πρέπει να τα σέβεται. Αυτό έκανα κι εγώ, γιατί αισθάνθηκα ότι δεν είχα τα περιθώρια να κάνω την δουλειά μου με τρόπο που θεωρούσα συνειδησιακά υπεύθυνο» του απάντησα. Ο Τσόμσκυ έδειξε να θέλει να μάθει περισσότερα. Για την ακρίβεια περισσότερα απ' όσα ήδη ήξερε γύρω από το τοπίο των Μέσων Ενημέρωσης στην Ελλάδα. Γιατί μου έδειξε ότι ήξερε πολλά. «Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην χώρα σας, συμβαίνει κατά κόρον στα Μέσα Ενημέρωσης των περισσοτέρων χωρών του ανεπτυγμένου κόσμου. Πρέπει να αντισταθείτε. Ξέρω ότι έχει κόστος και πλέον ο καθένας πρέπει να αποφασίσει αν είναι διατεθειμένος να αναλάβει το κόστος που του αναλογεί για να αλλάξουν τα πράγματα. Να σταματήσει το σύστημα να χαλιναγωγεί συνειδήσεις» μου λέει ενώ στεκόμαστε όρθιοι αντικριστά, ο ένας απέναντι από τον άλλον.

Ο Τσόμσκι με βοήθησε τότε να συνειδητοποιήσω - και να βεβαιωθώ γι' αυτό- ότι στο όνομα της "αλλαγής" ή της "προόδου" συντελείται συχνά το μεγαλύτερο έγκλημα χειραγώγησης και καθυπόταξής μας στην πιο ωμή εκδοχή της εξαναγκαστικής παραδοχής ότι «τα πράγματα έτσι είναι, και πρέπει να συμβιβαστούμε με αυτά». Καθημερινά το εξωφρενικό και το μη παραδεκτό μας «βαφτίζεται» ως φυσιολογικό, μας πλασάρεται πολλές φορές ως κάτι το οποίο φαινομενικά είναι δεκτικό κριτικής αλλά επί της ουσίας μάς επιβάλλεται να το υιοθετήσουμε, και από απορριπτέο καταλήγει να καθίσταται συνειδησιακά ανεκτό. Και όσο συντηρείται αυτός ο κύκλος της ανοχής μας για πράγματα, που ενώ θα έπρεπε να τα πολεμούμε, αντ' αυτού συμβιβαζόμαστε με αυτά, τόσο δημιουργούνται οι συνθήκες που συντηρούν αυτό που ονομάζεται «σύστημα».

«Σας ευχαριστώ που μου δείξατε ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει από το να αντιστεκόμαστε στους θιασώτες και τους διαμορφωτές- «μαριονέτες» μίας παρανοϊκής πραγματικότητας που μας πιέζει να καταρρίψουμε τα όρια ηθικών, πολιτικών, κοινωνικών και αισθητικών ανοχών μας. Σας ευχαριστώ που μου θυμίσατε η σιωπή ισοδυναμεί με τον συμβιβασμό» ήταν τα λόγια που του έγραψα σε μία σύντομη κάρτα που του έστειλα μετά από καιρό στο γραφείο του".