Τι απέγινε το ταλέντο του Μιχάλη Χατζηγιάννη;

Η κλασική περίπτωση ενός ανθρώπου που δεν ήθελε -ή δεν μπορούσε- να γίνει σταρ
EUROKINISSI
15'

Πριν από λίγα χρόνια είχα πάει να παρακολουθήσω μια συναυλία του Μιχάλη Χατζηγιάννη. Ήταν το καλοκαίρι του 2013 στον Πειραιά, στο Βεάκειο.

Ο Χατζηγιάννης δεν ήταν κάτι που θα επέλεγα να πάω να ακούσω, αλλά άρεσε στα παιδιά μου και αποφάσισα να τους κάνω «δώρο» τη συναυλία. Η βραδιά ήταν γλυκιά, το θέατρο γεμάτο και οι «γκρούπις» του Χατζηγιάννη γεμάτες ενέργεια, κάτι όχι παράλογο, αφού ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν τα 15 (μάξιμουμ) χρόνια... Περίμενα ότι θα βαρεθώ πάρα πολύ. Αλλά ο Κύπριος τραγουδιστής με εξέπληξε.

Όταν ξεκίνησε να τραγουδάει, εμένα προσωπικά μου ήταν φανερό ότι βαριόταν. Μην παρεξηγηθώ, μια χαρά τα έλεγε τα τραγούδια του, πασίγνωστα τότε, όλα επιτυχίες, με το κοινό να χορεύει και να παραληρεί από κάτω σε κάθε γνωστό ρεφρέν. «Χέρια ψηλά κι όλα τα φτάνω», τραγούδαγε ο Χατζηγιάννης και στην πραγματικότητα δεν θα χρειαζόταν καν να τραγουδήσει, τα αναλάμβανε όλα το κοινό.

Ο ίδιος στην πραγματικότητα διεκπεραίωνε και όσο αριστοτεχνικά κι αν το έκανε, στο έμπειρο αυτί και μάτι φαινόταν. Μέχρι που, ο ίδιος και οι μουσικοί του, ένα κλασικό ροκ σχήμα, κιθάρα, μπάσο, κρουστά και πλήκτρα, άρχισαν να κάνουν κάτι μαγικό: Ανάμεσα στα πασίγνωστα ρεφρέν και τα κουπλέ των κομματιών του, τζαμάριζαν για λίγα δευτερόλεπτα τη φορά, με αποσπάσματα από επίσης πασίγνωστα (αλλά όχι στο κοινό του) τραγούδια.

Ξαφνικά, ανάμεσα στα εύπεπτα ποπάκια άκουγες Λεντ Ζέπελιν, Πινκ Φλόιντ, τέτοια. Κι εκείνα τα δευτερόλεπτα ήταν που ο Χατζηγιάννης «ξύπναγε» και έβλεπες τη λάμψη στα μάτια του και ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, καθώς γύριζε και «αστειευόταν» μουσικά με τη μπάντα του. Όμως, τα ποπάκια είναι που γεμίζουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς... Και νομίζω ότι αυτή η αντίστιξη ανάμεσα στον «κατ' ανάγκη» ποπ σταρ και τον ταλαντούχο μουσικό, είναι όλη η ζωή και η καριέρα του Μιχάλη Χατζηγιάννη.

«Η επιτυχία είναι ευχή και κατάρα»

Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης είναι αναμφίβολα ένας πολύ ταλαντούχος μουσικός. Είναι ο μουσικός που τα χιτάκια τα ξεπετάει με χαρακτηριστική άνεση. Τα ξεπετούσε μάλλον. Θα μπορούσε να έχει κάνει τεράστια καριέρα και εκτός συνόρων, αφού είχε και πολλά σχετικά πλεονεκτήματα. Είναι Κύπριος, μιλάει εξαιρετικά αγγλικά, έχει διασυνδέσεις με το μουσικό στερέωμα και στην Αγγλία...

Έχει κάνει και αγγλόφωνους δίσκους, προσπαθώντας να το πετύχει αυτό, αλλά δεν τα κατάφερε, όχι επειδή δεν μπορούσε, αλλά επειδή η διαδικασία του να γίνει ένας εγχώριος ποπ σταρ φαίνεται ότι τον «κατάπιε» στην πορεία. Όπως και το γεγονός ότι μπήκε στο χώρο με φόρα, ως ένα απίστευτο ταλέντο (που ήταν) και όλοι περίμεναν από αυτόν να συνεχίσει εσαεί να παράγει χιτάκια κάθε εβδομάδα προς τέρψιν του μουσικού συστήματος.

Ο ίδιος, όμως, δεν ήταν όπως φαίνεται, σε θέση να το κάνει, όσο κι αν ήθελε. «Η επιτυχία είναι ευχή και κατάρα. Είναι δώρο και τιμωρία μαζί, είναι ο παράδεισος και η κόλαση», έχει πει ο ίδιος σε κάποια συνέντευξή του. Το έζησε στο πετσί του λίγα χρόνια αργότερα, όταν αρχίζουν να ξεσπούν το ένα μετά το άλλο τα σκάνδαλα που τον έχουν στο επίκεντρό τους.

Η επιτυχία τον «χτύπησε» δύο φορές. Την πρώτη στην Κύπρο, όπου υπήρξε παιδί-θαύμα. Μετά ήρθε στην Αθήνα, όπου για λίγο απόλαυσε το γεγονός ότι δεν τον ήξερε κανείς.

Μέχρι την κυκλοφορία του πρώτου του CD στην Ελλάδα, το 2000 από την τότε BMG, o Μιχάλης στην Κύπρο ήταν ήδη σταρ: από τα 15 του, στην τηλεοπτική εκπομπή «Αφετηρίες» όπου πρωτοεμφανίστηκε, τότε που τραγούδησε «Αν υπάρχει λόγος» και ταυτίστηκε η δική του φωνή με εκείνη του Γιώργου Νταλάρα.

Στην κριτική επιτροπή ήταν τότε και ο Δώρος Γεωργιάδης (γνωστός από την επιτυχία που είχε κάνει στην Ελλάδα με το «Αν ήμουν πλούσιος»), με τον οποίο συνεργάστηκε στο δεύτερο CD του «Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης τραγουδά Δώρο Γεωργιάδη». Ο Μιχάλης ήταν ήδη, χωρίς καμία αμφιβολία, ο μεγαλύτερος σταρ κάτω των 18 που είχε βγει ποτέ στην Κύπρο.

Με καταγωγή από την Κερύνεια, οι γονείς του Γιάννης και Ρένα, ως πρόσφυγες, είχαν χάσει τα πάντα στην τουρκική εισβολή του 1974 και προσπαθούσαν να κάνουν μια νέα αρχή στο Δήμο Αγλατζιάς, κοντά στη Λευκωσία, με τα δύο τους παιδιά. Αρκετά χρόνια αργότερα, στην ίδια περιοχή, η οικογένεια Χατζηγιάννη θα αγόραζε μία μονοκατοικία τριών ορόφων, στο οποίο σήμερα μένουν, στο ισόγειο οι γονείς του τραγουδιστή, στον πρώτο όροφο η μεγαλύτερη αδελφή του Μελίνα, η οποία εργάζεται ως δασκάλα, μαζί με τον σύζυγό της και το παιδί τους, ενώ ο τελευταίος όροφος ανήκει στον τραγουδιστή. Η Κύπρος ήταν και παραμένει η πατρίδα του, αλλά σύντομα δεν τον χώραγε.

Προβληματικές σχέσεις

«Όλοι μας έχουμε κάνει κακά πράγματα στη ζωή μας και έχουμε συμπεριφερθεί με τρόπο που δεν μας κάνει περήφανους. Ασφαλώς και θα ήθελα να ζητούσα συγγνώμη από κάποιους ανθρώπους. Κι όσο κι αν η μνήμη μου θέλει να είναι επιλεκτική, δυστυχώς δεν μπορώ να μην τα θυμάμαι. Γιατί η ψυχή βλέπει και το καλό και το κακό και δεν διαγράφει τίποτα», έχει πει ο ίδιος, με σαφείς αναφορές στην πορεία του, στην οποία ενδεχομένως σάρωσε και κάποιους που δεν έπρεπε.

Στην Ελλάδα, δεν αργεί να επαναλάβει την επιτυχία της Κύπρου. Στόχευε άλλωστε πάντα μόνο στην κορυφή: σπουδαίες συνεργασίες με την Αλεξίου, τη Γαλάνη, τον Νταλάρα, τον Τερζή κ.ά., οι δίσκοι του ξεπερνούν σε πωλήσεις κάθε άλλο προηγούμενο της ελληνικής δισκογραφίας, με αποκορύφωμα το «Κρυφό φιλί», την «Ακατάλληλη σκηνή» και το «Φίλοι και εχθροί».

Πήρε το ειδικό βραβείο «Best Selling Artist of the Decade» κάνοντας πωλήσεις πάνω από 3.500.000 αντίτυπα από το 2000 έως το 2010, με sold out συναυλίες και χιλιάδες θαυμαστές και θαυμάστριες. Θα σκεφτόταν κάποιος πως δεν υπάρχει πουθενά ρωγμή σε αυτή την ξέφρενη, ιλιγγιώδη πορεία του προς το Νο 1. Εκτός ίσως από τις σχέσεις του με συνεργάτες και φίλους.

Όπως λένε όσοι τον ξέρουν καλά, είναι ένας άνθρωπος που δεν εμπιστεύεται εύκολα κανέναν. Ακόμη και τις επαγγελματικές του αποφάσεις ή τον χειρισμό της δημόσιας εικόνας του, συνεντεύξεις σε έντυπα και εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, παρόλο που συνεργάζεται πολλά χρόνια με ένα-δυο συγκεκριμένους ανθρώπους, τις έπαιρνε πάντα ο ίδιος. Επίσης, δεν είναι ο άνθρωπος που κάνει εύκολα φιλίες. Ίσως και να μην είχε ποτέ στη ζωή του πραγματικούς φίλους καρδιάς, εκτός από τον παιδικό του κολλητό Εύρο Παναγίδη, στενό του συνεργάτη αργότερα και «άνθρωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης» του.

«Η αλήθεια είναι πως δεν έχω φίλους. Δεν έκανα καλή διαχείριση στους φίλους μου όλα αυτά τα χρόνια. Ενώ είχα γύρω μου ανθρώπους που μ’ αγαπούσαν. Και τώρα, εκτός από τον άνθρωπο που είναι δίπλα μου, δεν έχω φίλους με τους οποίους θα μπορούσα να μοιραστώ πράγματα. Θα έπρεπε μάλλον να γίνει από δική μου πρωτοβουλία αυτό, αλλά δεν έγινε, δεν το έκτισα. Ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν καλούς φίλους. Έχει άλλο νόημα η ζωή. Δυστυχώς δεν το έχω αυτό. Και δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να καλύψει αυτό το κενό. Μπορεί να νομίζεις ότι το κάλυψες επειδή δεν το σκέφτεσαι, αλλά το κενό είναι εκεί. Κι όσο μεγαλώνεις εσύ, μεγαλώνει κι αυτό μαζί σου. Είμαι αρκετά μοναχικός. Αν δεν είχα τη δουλειά μου, θα ήμουν ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος», είχε πει κάποτε σε μία από τις σπάνια εξομολογητικές συνεντεύξεις του.

Η Ζέτα, μια σχέση ζωής που βάλτωσε

«Έχω απαλλαγεί από τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, δεν τον θέλω, δεν είμαι πια ο Μιχάλης Χατζηγιάννης», δήλωνε τον Δεκέμβριο του 2013, προσπαθώντας να επανέλθει στον ανθρώπινο εαυτό του και να απαλλαγεί από εκείνον που όλοι έβλεπαν σαν σταρ.

«Το να ανακαλύπτεις από την αρχή τον εαυτό σου, να αλλάζει η οπτική γωνία σου και να αναδύονται από μέσα σου καινούρια πράγματα μόνο χρήσιμο μπορεί να είναι. Ανακάλυψα ότι μπορώ να είμαι έντονα ευαίσθητος, ότι μπορώ να θυμώσω. Επρεπε να ξεπεράσω πολλά όρια», έλεγε.

Ήξερε ήδη ότι η αναγνωρισιμότητα έχει μεγάλο τίμημα, όπως ήξερε και ότι ο επόμενος δρόμος μετά την κορυφή είναι η κάθοδος. Και μέσα σε όλα αυτά μπαίνει στη ζωή του η Ζέτα Μακρυπούλια. Μια σχέση που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται σήμερα, αφού μια ακούμε ότι είναι μαζί και μια ότι χώρισαν.

«Ο ανώτερος κριτής είναι η ψυχή μας και η ψυχή δεν λέει ποτέ ψέματα», συνηθίζει να λέει ο ίδιος. Για κάποιους η συγκεκριμένη σχέση υπήρξε «λάθος κίνηση» για τον εσωστρεφή μέχρι τότε τραγουδοποιό, που τον έφερε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας για τους λάθος λόγους.

Η προηγούμενη σχέση του ήταν με την επίσης τραγουδίστρια Δέσποινα Ολυμπίου. Δικοί του άνθρωποι επιμένουν ότι θα έπρεπε να έχει μείνει μαζί της. «ήταν πιο πολύ στα μέτρα του», λένε. Ο ίδιος έχει μιλήσει για εκείνη με τα καλύτερα λόγια μετά το χωρισμό τους. Έλεγε σε συνεντεύξεις του: «Σε μία πορεία με κεκτημένη ταχύτητα δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ με άλλα πράγματα. Φυσικά, υπήρξαν άνθρωποι στη ζωή μου που ήταν αρκετά σημαντικοί. Και για να μην το γενικεύω, υπήρξε ένας άνθρωπος στη ζωή μου που ήταν πολύ σημαντικός γιατί ήταν κοντά μου με πολύ αγνές και ανιδιοτελείς προθέσεις. Απλά εγώ ήμουν σε άλλη φάση».

Και αλλού: «Με τον έρωτα δεν συμπορευτήκαμε ποτέ. Ήταν πάντοτε σε δεύτερη μοίρα στη ζωή μου. Σιγά-σιγά βέβαια ανακαλύπτεις πως το νόημα της ζωής δεν είναι μόνο η καριέρα αλλά κι άλλα πράγματα, όπως ο έρωτας». Και τον βρήκε στα μουσικά βραβεία MAD του 2010, όπου γνωρίστηκε με τη Ζέτα Μακρυπούλια.

Η Ζέτα Μακρυπούλια τού άλλαξε τη ζωή: Άρχισε να ξυπνάει νωρίς, να τρέφεται υγιεινά και σωστά, να γυμνάζεται, να αποβάλλει από τη ζωή του ανθρώπους και παρέες. Από την άλλη, όμως, η καριέρα του έδειχνε να μην πηγαίνει και τόσο καλά.

Τα τραγούδια του δεν κατάφερναν να παραμένουν για πολύ καιρό στην πρώτη θέση των ραδιοφωνικών air plays, τα CDs του δεν πουλούσαν όπως παλιά, σε κάποιες συναυλίες του υπήρχαν και αδιάθετα εισιτήρια (κάτι αδιανόητο 10 χρόνια πριν).

Κάποιοι επεσήμαιναν και την έλλειψη της ίδιας μουσικής έμπνευσης στα τραγούδια που πλέον έγραφε: «Όλες οι επιλογές μου ήταν απόρροια μιας στάσης ζωής. Έχει υπάρξει περίοδος την οποία αν μπορούσα να την αλλάξω υφολογικά, θα το έκανα. Δεν ήμουν εγώ, συμπεριφερόμουν αλλιώς, δεν ήμουν εκείνος που μεγάλωσαν η μάνα και ο πατέρας μου. Εκεί έκανα λάθη και λάθος επιλογές, λάθος συνεργασίες, λάθος συναναστροφές», έχει παραδεχτεί και ο ίδιος.

Με η Ζέτα παρέμειναν μαζί, χωρίς όμως να πάνε ποτέ παρακάτω τη σχέση τους. Και κυρίως, χωρίς να κάνουν οικογένεια. Ήθελαν; Αυτό στην πραγματικότητα το ξέρουν μόνο οι ίδιοι. Γεγονός παραμένει ότι κανείς τους δεν είναι πλέον έφηβος και δεν φαίνεται να έχουν πλέον ούτε την ενέργεια, ούτε τη λάμψη του άλλοτε περιζήτητου από τα ΜΜΕ ζευγαριού. Πριν από λίγες μέρες ήρθαν στη δημοσιότητα κάποιες κοινές τους φωτογραφίες, με τις οποίες δεν ασχολήθηκε κανείς. Ήταν από μια οικογενειακή, ή φιλική σύναξη. Ένα μεσοαστικό ζευγάρι που βγήκε να διασκεδάσει...

Στο στόχαστρο του ΣΔΟΕ

Και μετά άρχισαν τα πραγματικά προβλήματα. Πρώτα ήταν το σκάφος του, που μετά από έρευνα του ΣΔΟΕ βρέθηκε δηλωμένο ως επαγγελματικό για να αποφύγει τους φόρους.

«Είναι στενάχωρο και δυστυχές ότι κάποια πράγματα που θα ’πρεπε να θεωρούνται δεδομένα, να είναι τρόπος, φύση ζωής, να παλεύουμε για να τα κερδίσουμε. Παρ’ όλα αυτά σε εποχές ύφεσης, παρακμής, οριακών καταστάσεων φυσιολογικά ο άνθρωπος στρέφεται στην πνευματική καλλιέργεια. Αν ζεις μέσα στην πολυτέλεια και στην ευμάρεια, δεν μπορείς να καλλιεργήσεις το πνεύμα σου. Έχεις στραμμένο το βλέμμα αλλού, ξεχνιέσαι. Ίσως λοιπόν και εξ ανάγκης είναι μια ευκαιρία να αναζητήσουμε τις πιο εσωτερικές επιθυμίες μας. Ίσως να γίνεται κιόλας αυτόματα, λειτουργώντας σαν μια καθαρτική διαδικασία», είχε πει, αναφερόμενος στην ακμή και την παρακμή, είτε αυτό είναι καριέρα είτε οικονομική ή προσωπική πτώχευση.

Μετά ήρθε η ιστορία με τη Ferrari. «Μια τραυματική εμπειρία μπορεί να πυροδοτήσει τη σκέψη σου», έχει πει, και ίσως κάποια στιγμή αντελήφθη τη ματαιότητα πολλών πραγμάτων και να προσπάθησε να τα ξεφορτωθεί. Με τον λάθος τρόπο, όμως. Η δήλωση στην Αστυνομία ότι από τη Ferrari 4.300 κυβικών εκλάπησαν οι πινακίδες τον έβαλε σε μεγάλους μπελάδες.

Ήταν αυτό που έστρεψε επάνω του τα βλέμματα των «Ράμπο» του ΣΔΟΕ, οι οποίοι έβαλαν στο μικροσκόπιο τα οικονομικά και φορολογικά του ανοίγματα.

Σε πρώτη φάση ο Μιχάλης Χατζηγιάννης έπρεπε να εξηγήσει γιατί έβαλε τον λογιστή του να πάει στο Τμήμα Ασφαλείας της Γλυφάδας και να καταγγείλει ψευδώς ότι από το κόκκινο σπορ αυτοκίνητο, αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, άγνωστοι αφαίρεσαν τις ελληνικές πινακίδες. Ο ίδιος μέσω του δικηγόρου του δήλωσε ότι όλα ήταν μια παρανόηση και ότι το ζήτημα θα λυνόταν σύντομα. Ήταν η τρίτη φορά που το όνομά του εμπλέκεται σε φορολογικές παρατυπίες, αφού είχαν προηγηθεί η υπόθεση με το σκάφος που δήλωνε ως επαγγελματικό, αλλά και μία συναυλία που έδωσε στη Ρόδο όπου, αντί να κόβονται θεωρημένα εισιτήρια, οι διοργανωτές έκοβαν αυτόγραφα. Η φήμη του επλήγη ανεπανόρθωτα και πολλοί άρχισαν να κάνουν λόγο όχι για έναν καλλιτέχνη, αλλά για μηχανή που απλώς δούλευε για τα μαζέψει χρήματα.

Το τέλος της καριέρας;

Και μετά ήλθε η χαριστική βολή, η διαπίστωση από το ΣΔΟΕ ότι επί πέντε χρόνια ο Μιχάλης Χατζηγιάννης δεν δήλωνε τα εισοδήματά του και η απόφασή του να του επιβάλει πρόστιμο 500.000 ευρώ για κάποια ποσά εμβασμάτων που απεστάλησαν στο εξωτερικό.

«Όταν ήρθε ο Μιχάλης ήταν ένα αμίλητο παιδί, συνεσταλμένος και σιγά σιγά ξεθάρρεψε. Και είχε και ένα άλλο ελάττωμα, ήταν πολύ αδύνατος. Του είπα να γραφτεί σε γυμναστήριο για να φτιάξει το σώμα του. Και μετά από δυο τρία χρόνια που τον είχα δει ήταν πολύ διαφορετικός, είχε ακολουθήσει τις συμβουλές μου. Είναι σαν να έκτισα τον Μιχάλη Χατζηγιάννη», είχε πει ο Γιώργος Χατζηνάσιος αν και κάποιοι επιμένουν ότι για ένα διάστημα ο συνθέτης ήταν έξαλλος μαζί του, γιατί μετά την επιτυχία με το «Άγγιγμα ψυχής», ήθελε να του κάνει δίσκο, αλλά ο Χατζηγιάννης του γύρισε την πλάτη. Ήταν ένας από τους ανθρώπους που όταν άρχισαν τα προβλήματα για τον τραγουδιστή ίσως και να χαμογέλασαν κρυφά.

Ή και όχι τόσο κρυφά. Πριν από λίγα χρόνια κυκλοφόρησε ένα βίντεο που τον έδειχνε στο Ζυγό να μην μπορεί να τραγουδήσει, αλλά κατέβηκε γρήγορα από το you tube.

Αμέσως μετά οι εμφανίσεις του σταμάτησαν απότομα. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται σπάνια. Κάποιοι λένε ότι η μεγάλη του αγάπη για το χρήμα τον έκανε να «κάψει» κυριολεκτικά τον εαυτό του με άπειρες απανωτές περιοδείες και συναυλίες.

Το ίδιο burn out τον οδήγησε και σε δισκογραφικό τέλμα. Στην Κύπρο η εικόνα του επλήγη και από την απόφασή του να ταχθεί ανοιχτά με τον Αναστασιάδη, αλλά και οι συχνές εμφανίσεις του σε πάρτι και δεξιώσεις, με προφανή μοναδικό στόχο τα χρήματα.

Μέσα σε όλα αυτά, δημιούργησε το plan B του, μια εταιρία παραγωγής θεαμάτων και μεγάλων θεατρικών παραστάσεων/μιούζικαλ όπου και έριξε το βάρος. Οι τελευταίες του δισκογραφικές δουλειές αντιμετωπίστηκαν μάλλον αδιάφορα και πλέον είναι φανερό ότι έγινε αυτό που ήθελε: Έπαψε να είναι σταρ.