Τα ελληνικά όπλα στην Ουκρανία και ο Ερντογάν
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν φημίζεται για τον σεβασμό των κανόνων του διεθνούς δικαίου ούτε για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στην περίπτωση της εισβολής στην Ουκρανία πούλησε μερικά drones (της εταιρείας του γαμπρού του) στο Κίεβο και ταυτόχρονα έκανε τα εξής: Αρνήθηκε να ακολουθήσει τις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλε η Ε.Ε. στη Ρωσία, ανακοίνωσε πολιτική ανοικτών θυρών προς τους Ρώσους τουρίστες, άφησε ανοικτό τον εναέριο χώρο της Τουρκίας στα ρωσικά αεροσκάφη και καθυστέρησε σκοπίμως να κλείσει τα Στενά έτσι ώστε να δοθεί ο αναγκαίος χρόνος στα ρωσικά πολεμικά πλοία να περάσουν από τον Βόσπορο και να πολιορκήσουν δια θαλάσσης την Ουκρανία.
Στόχος του να κρατήσει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας και με τις δύο πλευρές. Να είναι συνομιλητής και του Πούτιν και του Ζελένσκι, να αναδειχθεί σε «πολύτιμο μεσολαβητή» προκειμένου να βρεθεί συμβιβαστική λύση και να σταματήσει η ρωσική επέλαση στην Ουκρανία, που, επιπρόσθετα, θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Ευρώπης. Ετσι, η πρώτη συνάντηση υψηλού επιπέδου μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Μόσχας και του Κιέβου έγινε στην Αττάλεια δια χειρός και παρουσία Τσαβούσογλου ενώ ακολούθησε και απ΄ευθείας τηλεφωνική επικοινωνία του κ. Ερντογάν με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Ανεξάρτητα από το πενιχρό – ενδεχομένως μηδενικό – αποτέλεσμα της συνάντησης δεν παύει να αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στον διπλωματικό μαραθώνιο που εξελίσσεται στο προσκήνιο και το παρασκήνιο, ενώ δίνει την ευκαιρία στον τούρκο ηγέτη να επιχειρεί αναβάθμιση του ρόλου του ως προς τα δυτικά συμφέροντα.
Βεβαίως, θα συζητούσαμε σε εντελώς άλλη βάση αν η κυνική προσέγγιση Ερντογάν ήταν η μοναδική στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Συντρέχουν όμως παράλληλα και ορισμένα άλλα γεγονότα. Πρώτα απ’ όλα η Ουκρανία ήταν εξαρχής, και εξακολουθεί να είναι, μόνη της στο πολεμικό πεδίο παρ΄ότι από την Ουάσιγκτον της είχαν τάξει «λαγούς με πετραχήλια», δίνοντας ρητά διαβεβαιώσεις για την πλήρη προστασία της εθνικής της ασφάλειας και ακεραιότητας. Δεύτερον η Ε.Ε., στην οποία απελπισμένα στράφηκε ζητώντας ένταξη - express, απέρριψε το αίτημα ως πρόωρο. Και την ίδια στιγμή η Ευρώπη, που έως πρόσφατα ήταν σε τροχιά σύγκρουσης με την Πολωνία, εξαιτίας της απόφασης της πολωνικής κυβέρνησης να ποδηγετήσει τη Δικαιοσύνη, ανέκρουσε πρύμνα εκτιμώντας ότι η χώρα αυτή αποκτά πρόσθετη αξία στο εξελισσόμενο γεωπολιτικό παιχνίδι.
Αν μάλιστα επαληθευθούν οι πληροφορίες σχετικά με την υπό εκκόλαψη συμφωνίας Ρωσίας – Ουκρανίας σύμφωνα με τις οποίες θα υπάρξει αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Κριμαίας και του Ντονέτσκ (τουλάχιστον) και σαφής δέσμευση του Κιέβου ότι θα παραμείνει σε καθεστώς ουδετερότητας, τότε όλοι θα έχουν προφανώς συναινέσει σε μια λύση που επιβλήθηκε με τον αποδεκατισμό της Ουκρανίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο σύνθετο τοπίο η Ελλάδα επέλεξε – πέραν της αυτονόητης υποχρέωσής της να συνταχθεί πλήρως με τις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλε η Ε.Ε. στην Ρωσία – να αποστείλει επιπροσθέτως και πολεμικό υλικό στο Κίεβο. Είχε άραγε λόγο να σπεύσει στη βάση της συλλογιστικής ότι πρόκειται για ηθική δέσμευση και ότι αυτή την στάση θα την εξαργυρώσει στο μέλλον με την μορφή μιας πολύ πιο ένθερμης υποστήριξης αν, ο μη γένοιτο, συμβεί καμιά στραβή με την Αγκυρα;
Προσωπικά ζωηρώς αμφιβάλω. Αν υποθέσουμε ότι το εγχείρημα Πούτιν ενδέχεται να ανοίξει ξανά την, ούτως ή άλλως, μεγάλη όρεξη του Ταγίπ Ερντογάν, η αποστολή πολεμικού υλικού από την πλευρά μας κανέναν απολύτως ρόλο δεν θα παίξει στη στάση των συμμάχων και εταίρων μας. Αντίθετα παίζει ρόλο ως προς τις ελληνορωσικές σχέσεις, οι οποίες ήταν ήδη ψυχρές και τώρα χαρακτηρίζονται από πολικές θερμοκρασίες.
Παρεμπιπτόντως και η κοινή γνώμη ζωηρώς αμφιβάλει. Σε ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό οι έλληνες πολίτες πιστεύουν ότι θα βλάψει την χώρα η αποστολή όπλων στο Κίεβο, και παράλληλα εκτιμούν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα βγει ενισχυμένος από την συγκυρία.
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι σημαντικό. Δεν υποστηρίζω σε καμία περίπτωση την υιοθέτηση μιας κυνικής προσέγγισης. Απλώς πιστεύω ότι μια μεγαλύτερη ευελιξία θα ήταν πολλαπλώς ωφέλιμη, ιδιαίτερα στους χαλεπούς καιρούς που διάγουμε.