Πότε θα «μετρηθεί» το ταξίδι στις ΗΠΑ
Tελικά πήρε, και τι πήρε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο ταξίδι του στην Ουάσιγκτον;
Πήρε μόνον το standing ovation – το θερμό χειροκρότημα των μελών του Κογκρέσου για την, πράγματι, πολύ καλή ομιλία του ενώπιον των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων των ΗΠΑ; Ή πήρε και το κάτι παραπάνω;
Μια δέσμευση, φερ’ ειπείν, του Τζο Μπάιντεν να βάλει χαλινάρι στον μεγαλοϊδεατισμό και τις υπερπτήσεις του Ερντογάν ή, ακόμη περισσότερο, μια κατηγορηματική υπόσχεση του αμερικανικού προέδρου ότι η Αμερική δεν θα πουλήσει άλλα F-16 στην Τουρκία για να μην διαταραχθεί ο συσχετισμός δυνάμεων στο Αιγαίο;
Τα ερωτήματα δεν είναι πρωτότυπα, είθισται να τίθενται και να γίνονται πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης σε κάθε επίσκεψη έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο. Τι πήραμε, τι δώσαμε, μήπως πήρε η Τουρκία περισσότερα από εμάς, μήπως μας έπιασαν κορόιδα ο Αμερικανοί. Είναι τα ερωτήματα που τίθενται παγίως όταν η διπλωματία εκλαμβάνεται και ασκείται ως ανατολίτικο παζάρι.
Τα ίδια ερωτήματα όμως μπορεί να είναι και ρηχά. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι άσπρο-μαύρο, πόσο μάλλον όταν ασκείται σε μια συγκυρία τεκτονικών γεωπολιτικών συγκρούσεων και ρήξεων. Σε μια συγκυρία πραγματικού πολέμου στην Ευρώπη, νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Δύσης και ρωσο-κινεζικού άξονα και αναδιάταξης στρατιωτικών, πολιτικών και οικονομικών ισορροπιών σε όλον τον πλανήτη. Σε μια συγκυρία επίσης στην οποία ο –σταθερά θορυβώδης – γείτονάς μας παίζει τα ρέστα του για την αναβάθμιση του ρόλου του εντός και εκτός ΝΑΤΟ και για την ανάδειξή του σε αναντικατάστατο εταίρο της Δύσης.
Ο Ταγίπ Ερντογάν τζογάρει με όποιο μέσο διαθέτει, είτε εκμεταλλευόμενος την νατοϊκή ανάγκη και ανοχή για να θριαμβεύσει άνευ κόστους ως «επιτήδειος ουδέτερος», είτε μιλώντας ταυτόχρονα με τον Πούτιν και με τον Ζελένσκι, είτε βάζοντας στο τραπέζι το «όπλο» του βέτο κατά της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ για να εκβιάσει την αναβάθμιση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων με χορηγία των ΗΠΑ. Είτε, επίσης, στέλνοντας τα τουρκικά μαχητικά σε υπερπτήσεις-τσαμπουκά στο Αιγαίο για να θυμίζει στην γειτονιά ποιος είναι ο σερίφης στην πόλη.
Σ’ αυτό το σκηνικό ο έλληνας πρωθυπουργός πήγε στην Ουάσιγκτον επιλέγοντας να αναδείξει την χώρα μας ως συνεπή και συνετό νατοϊκό εταίρο. Στον δημόσιο λόγο του, στην ιστορική ομιλία στο Κογκρέσο, έβαλε την Ελλάδα στο μεγάλο κάδρο – στην «σωστή πλευρά της ιστορίας», όπως την λέει, και στην πλευρά εκείνη στην οποία βρίσκονται και τα στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτιών. Ισως κι αυτός είναι ο λόγος για το θερμό χειροκρότημα που εισέπραξε από τους αμερικανούς γερουσιαστές και βουλευτές. Στην κατ’΄ιδίαν συνάντησή του επίσης με τον Τζο Μπάιντεν παρέδωσε, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές τεκμηριωμένα στοιχεία – συμπεριλαμβανομένου και του περίφημου χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας» - που αποδεικνύουν την τουρκική προκλητικότητα.
Μοιάζει μια στάση λογική και ρεαλιστική: Απέναντι στον απασφαλισμένο σερίφη δεν έχεις και πολλά να κερδίσεις εάν πας σε πλειοδοσία τσαμπουκά – ειδικά όταν απευθύνεσαι σε ένα ακροατήριο που έχει γαλουχηθεί πολιτικά με την στρατηγική αντίληψη μιας Τουρκίας που μπορεί να είναι... νευρική μεν, αλλά είναι πολύ πολύτιμη για να χαθεί ως σύμμαχος. Το γεγονός όμως ότι αυτή η στάση ερμηνεύθηκε από αρκετούς εντός κυβέρνησης περίπου ως «εθνικός θρίαμβος», μάλλον συνιστά εγχώρια πολιτική υπερβολή. Στο δια ταύτα, άλλωστε, το εάν και το τι κέρδισε η Ελλάδα από το ταξίδι Μητσοτάκη δεν θα μετρηθεί τώρα, θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός για να φανεί.
Για την αξιωματική αντιπολίτευση, από την άλλη, το ταξίδι Μητσοτάκη στις ΗΠΑ «δεν μας έφερε τίποτα», ήταν η επιβεβαίωση του δόγματος του «προβλέψιμου και δεδομένου συμμάχου» και, συν τοις άλλοις, άνοιξε και νέα κούρσα εξοπλισμών σε εποχές οικονομικής κρίσης διότι ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε για την αγορά ενός σμήνους F-35. H πολιτική υπερβολή είναι προφανής και σε αυτή την αποτίμηση – πόσο μάλλον, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει πως εκείνο που τον διακρίνει έναντι της ΝΔ είναι ότι δεν ασκεί μικροκομματική αντιπολίτευση στα εθνικά θέματα.
Και για τις δύο πλευρές, άλλωστε, μπορεί να πρόκειται για μια αντιπαράθεση άνευ όχι μόνον επικοινωνιακού, αλλά και άνευ ουσιαστικού πολιτικού αποτελέσματος. Οι πληροφορίες λένε ότι οι τελευταίες δημοσκοπήσεις που τρέχουν, και θα βγουν στον αέρα τις επόμενες μέρες, δεν κατατάσσουν ψηλά στην αξιολόγηση και στις προτεραιότητες της κοινής γνώμης το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ. Η εγχώρια αγωνία παραμένει εστιασμένη στα σκληρά, πεζά και δύσκολα: την ακρίβεια και την κρίση διαβίωσης. Κι εκεί θα κριθεί, όπως όλα δείχνουν, η επίσης σκληρή πολιτική αναμέτρηση των επόμενων μηνών.