Ο Ανδρέας Πάτσης και η «παράφρων μεταβλητή»
Στη ζωή όπως και στην πολιτική η αναπροσαρμογές είναι και συνήθεις και αναγκαίες, υπό την έννοια ότι συχνά μεταβάλλονται άρδην τα δεδομένα.
Πριν από 20 μέρες ο πρωθυπουργός απευθυνόμενους στους προέδρους των νομαρχιακών επιτροπών της ΝΔ δήλωσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το μέτρο σύγκρισής μας», «δεν αποζητούμε να είμαστε απλά καλύτεροι από έναν αντίπαλο ο οποίος τα έκανε θάλασσα τα 4 χρόνια που κυβέρνησε». Ήταν η χρονική στιγμή που είχε καταλαγιάσει ο θόρυβος του σκανδάλου των υποκλοπών και είχαν αποτιμηθεί ως δευτερεύουσες οι επιπτώσεις του στην κοινή γνώμη. Οπότε… φουλ τα γκάζια της πολιτικής ανωτερότητας. Εν τω μεταξύ όλα άλλα. Οπότε επιστρατεύτηκε τις προάλλες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος για να εξαπολύσει φιλιππικό κατά της Κουμουνδούρου κινούμενος προφανώς στην εκ διαμέτρου αντίθετη πίστα: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ χειρότερος από εμάς και επομένως… δεν δικαιούται να ομιλεί.
Τι μεσολάβησε για να φτάσει το εκκρεμές στο άλλο άκρο; Πολύ απλά η υπόθεση Πάτση και τα πρώτα δημοσκοπικά στοιχεία που έφτασαν στο Μέγαρο Μαξίμου τα οποία έδειχναν ότι προκαλεί μεγάλη ζημιά στην κυβέρνηση – όπως έγινε σαφές στη συνέχεια και από την πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB για το Open. Με δυο κουβέντες, καμία σχέση με τον ελαφρύ πονοκέφαλο που είχανε προκαλέσει οι υποκλοπές στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Οι πολίτες τοποθετούσαν το συγκεκριμένο θέμα στον πάτο των κριτηρίων τα οποία θα επηρεάσουν την ψήφο τους, παρότι αναγνώριζαν ότι η παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη και παρότι γνώριζαν ότι παρακολουθούντο ταυτόχρονα δύο υπουργοί της παρούσας κυβέρνησης – επομένως εγείροντο θέματα λειτουργίας της Δημοκρατίας.
Με την υπόθεση Πάτση σκούρυναν τα πράγματα για τρεις λόγους:
- Υπάρχουν 400.000 πολίτες που τα στεγαστικά τους δάνεια είναι στο «κόκκινο» και κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους.
- Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που είναι στην απ’ έξω, αποκλεισμένοι από τον τραπεζικό δανεισμό και ακούν ότι μάλλον δεν έχουν λαμβάνειν από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
- Υπάρχουν – τέλος – εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσβάσταχτους αν όχι αβάσταχτους λογαριασμούς ρεύματος – φυσικού αερίου και υποψιάζονται ότι στην εποχή της σχεδόν καθολικής μιζέριας, γίνονται πάρτι, μόνο που είναι κλειστά και με σκληρό face control στην είσοδο.
Η δημοσκόπηση της MRB – OPEN δείχνει καθαρά το μέγεθος των επιπτώσεων του θέματος. Οι πολίτες καταλογίζουν στη Νέα Δημοκρατία ότι γνώριζε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του πρώην βουλευτή της όταν τον τοποθετούσε στις λίστες του κόμματος (ποσοστό 65,5%) καθώς επίσης και ότι εμφάνισε σημαντικό delay στην αντίδρασή της, παίρνοντας μέτρα όταν πλέον η κατάσταση έφτασε στο μη περαιτέρω.
Υπάρχει όμως και συνέχεια. Η επιτροπή Πόθεν Έσχες της Βουλής μετά από έλεγχο αποφάσισε να αποστείλει τον φάκελο του Ανδρέα Πάτση στη Δικαιοσύνη. Πολύ καλά έπραξε, μόνο που δεν πρόκειται για νεότερα στοιχεία αλλά για τα ίδια ακριβώς που είχαν εξεταστεί πριν από ακριβώς ένα μήνα και είχε τεθεί στο Αρχείο με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων. Ουδείς αναρωτήθηκε τότε γιατί από τον πρώτο χρόνο της κοινοβουλευτικής θητείας του βουλευτή Γρεβενών η επιχειρηματική δραστηριότητα εμφάνιζε εκρηκτική αύξηση. Ανεξάρτητα από το τι θα αποδώσει η σχετική έρευνα, παραμένει κατά τη γνώμη μου ένα βασικό ερώτημα: Το νόμιμο είναι εξ ορισμού και ηθικό; Γιατί ο πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας δεν εισέπραξε ένα εκατ. ευρώ από τη ΔΕΗ μέσω offshore, αλλά με υπουργική υπογραφή. Όπως επίσης με υπουργική υπογραφή εξασφάλισε την επιδότηση του site στο οποίο είναι συνιδιοκτήτης.
Θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν η κοινή γνώμη που αξιολογεί την υπόθεση ως «πολύ σοβαρή» τη θεωρεί μεμονωμένο γεγονός ή αν αντίθετα τείνει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για επαναλαμβανόμενα φαινόμενα που αντανακλούν τη νοοτροπία του «Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει».
Τα τελευταία χρόνια, με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις γίναμε μάρτυρες σφοδρών μεν αλλά ανούσιων κοινοβουλευτικών συγκρούσεων, κατά βάση ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Εξ ου και – δημοσιογραφική αδεία – τις χαρακτηρίζαμε «κοκορομαχίες». Δηλαδή, αντιπαραθέσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, χωρίς επιχειρήματα, χωρίς δημιουργικές προτάσεις. Με ηχηρά συνθήματα προς τηλεοπτική χρήση, με αλληλοκατηγορίες που εκ των πραγμάτων δημιουργούσαν σκηνικό αρνητικών καλλιστείων, ενίοτε και με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Είναι επιεικώς αφελής η άποψη ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί κάποιος να ροκανίσει το κλαδί του αντιπάλου του. Στην πραγματικότητα ροκανίζει το κλαδί της πολιτικής στο σύνολό της και παράλληλα δημιουργεί προϋποθέσεις ενίσχυσης των άκρων μέσω του συνειρμού «όλοι ίδιοι είναι».