Σκάνδαλο υποκλοπών: Τώρα είναι η ώρα της Δικαιοσύνης
Ο Κώστας Καραμανλής είχε πει το περασμένο καλοκαίρι, λίγο μετά την αποκάλυψη ότι παρακολουθείται το κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη: «Το θέμα είναι τόσο βαρύ και σοβαρό που δεν επιτρέπεται να μείνουν σκιές ιοβόλες για την δημοκρατική ομαλότητα. Άπλετο φως… παραμένει επιτακτική ανάγκη να ξεκαθαριστεί ποιοι και με ποια δικαιολογία ζήτησαν κάτι τέτοιο και ποιοι και πως το ενέκριναν.Η επίκληση του απορρήτου σε τέτοιες περιπτώσεις, υποτάσσεται στην ανάγκη κάθαρσης του δημοσίου βίου».
Μπορεί ορισμένοι να έσπευσαν τότε να ερμηνεύσουν την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού ως αιχμή κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για απλά μαθήματα διαχείρισης που δόθηκαν έγκαιρα μεν αλλά απευθύνθηκαν σε ώτα μη ακουόντων. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις η συνταγή είναι απλή: Αν δεν δοθούν έγκαιρα σοβαρές και πειστικές απαντήσεις και αν δεν αποδοθούν ευθύνες με την αυστηρότητα που απαιτείται σε τέτοιας τάξεως μεγέθους θέματα, τότε η καχυποψία εγκαθίσταται πλήρως στην κοινωνία και είναι αυτή που γίνεται η μήτρα της διαρκούς τοξικότητας.
Κακά τα ψέματα η κυβέρνηση προσχώρησε σε ρεσιτάλ αστοχίας ως προς την ουσιαστική και επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης, επιμένοντας στη θεωρία των «νόμιμων επισυνδέσεων», για τις οποίες όμως δεν μπορούν να δοθούν περαιτέρω εξηγήσεις, ούτε καν για τα αίτια που τις ενεργοποίησαν διότι αυτό επιτάσσει το εθνικό συμφέρον!
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Υπάρχει το σκάνδαλο της επίσημης παρακολούθησης με τη βούλα της ΕΥΠ και της αρμόδιας εισαγγελέως. Παρότι το Μέγαρο Μαξίμου δεν αναγνωρίζει ότι πρόκειται περί σκανδάλου, εντούτοις οδήγησε ήδη στην παραίτηση του γραμματέα του πρωθυπουργού και στην αντικατάσταση του διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Τα απολύτως ασαφή και μάλλον αφελή επιχειρήματα που επιστρατεύτηκαν, ότι δηλαδή απομακρύνθηκαν γιατί «είχαν την πολιτική ευθύνη αυτής της διαδικασίας» η οποία ωστόσο κινήθηκε εντός των ορίων της νομιμότητας, επέτειναν την υποψία ότι δεν εξυπηρετείται η διαλεύκανση της υπόθεσης, απλώς επιδιώκεται η δημιουργία… ζώνης πυροπροστασίας.
Και ενώ παρέμεναν πλήρως ενεργές και απολύτως αναπάντητες οι καταγγελίες για θεσμική παρεκτροπή, αίφνης δημοσιοποιήθηκαν στοιχεία για τη σκοτεινή δράση του λογισμικού Predator (Documento) και συγκεκριμένα λίστα παρακολούθησης 33 προσώπων, μεταξύ των οποίων υπουργοί – μετά συζύγων – στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες. Πρώτ’ απ’ όλα μένει να αποδειχτεί αν είναι ή όχι γνήσια. Δεύτερον, δύσκολα μπορεί να αποφύγει κάποιος τον πειρασμό να παρατηρήσει κάποιες περίεργες συμπτώσεις. Ανεξάρτητα από την αυθεντικότητα της συγκεκριμένης λίστας, είναι ήδη γνωστό ότι τουλάχιστον δύο πρόσωπα παρακολουθούντο την ίδια περίοδο και από την ΕΥΠ και από το Predator. Τρίτον, ο πρωθυπουργός (Νίκος Χατζηνικολάου – ANT1) αρνείται κατηγορηματικά ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με το Predator που υπέκλεπτε συνομιλίες μελών της κυβέρνησής του, ενώ ο Αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Μάρα Ζαχαρέα – STAR) ζητεί να πληροφορηθεί αν υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα αυτή της λίστας, που παρακολουθούντο ταυτόχρονα από την ΕΥΠ. Η επιμονή με την οποία θέτει το σχετικό ερώτημα δημιουργεί την εντύπωση ότι εκτιμά πως αν αποδειχτεί κάτι τέτοιο θα καταρρεύσει πλήρως η θεωρία των δύο ανεξάρτητων κέντρων.
Ούτως ή άλλως, όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται ντόρος για το Predator. Παρά ταύτα ουδείς εκ των υπευθύνων αναζητήθηκε, ούτε εκδηλώθηκε από κάπου ενδιαφέρον να μπει στο μικροσκόπιο ο κατάλογος των πελατών της συγκεκριμένης εταιρείας παρότι και αποδεδειγμένα και παρανόμως χρησιμοποιούσε τη μέθοδο της επιμόλυνσης κινητών τηλεφώνων στο χώρο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο οι επιπτώσεις του σκανδάλου των υποκλοπών να είναι για την κυβέρνηση περίπου ηπιότερες από τις επιπτώσεις της διαχείρισής του. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο ορισμένοι υποστηρίζουν πλέον ότι η «λύτρωση» θα επέλθει μόνο με την άμεση προσφυγή στις κάλπες. Με αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται άλλωστε και η πρόκληση Μητσοτάκη προς Τσίπρα, κάνε πρόταση μομφής και θα λάβεις «εκκωφαντική απάντηση». Κάτι τέτοιο όμως θα σήμαινε ότι θα οδηγηθούμε στις κάλπες και ενδεχομένως θα χρειαστεί να αναζητούμε κυβερνήσεις συνεργασίας μέσα σε κλίμα ακραίας τοξικότητας. Μήπως λοιπόν δεν είναι η ώρα των εκλογικών βιβλιαρίων αλλά, η ώρα της Δικαιοσύνης.