Σύγκρουση μέχρις εσχάτων σε θολό τοπίο

Η Βουλή ψήφισε νομοθετική ρύθμιση, η οποία ενσωματώθηκε ως τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο (του υπουργείου Εμπορίου), με την οποία μπλοκάρει την κάθοδο του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές και η οποία κατά την πλειοψηφία των συνταγματολόγων αυτής της χώρας οδηγεί στο εξής παράδοξο: Να επιχειρείται η αλλαγή του Συντάγματος… διά νόμου. Τι σημαίνει αυτό;
4'

Πρώτον. Αν υποθέσουμε ότι ισχύει η παραπάνω διαπίστωση υπάρχει ο κίνδυνος να αμφισβητηθεί και η εγκυρότητα των διπλών εκλογών, γιατί μην αμφιβάλλετε ότι είναι αρκετοί εκείνοι που με κάθε παρά ευκαταφρόνητα νομικά επιχειρήματα θα μπορούσαν να προσφύγουν σε αρμόδιους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Δεύτερον. Ο ίδιος ο Άρειος Πάγος – ως μη όφειλε – θα πρέπει να αποφανθεί ως προς την ανακήρυξη ή μη ενός κόμματος, με βάση τις εκθέσεις της ΕΥΠ, της ΕΛ.ΑΣ., καθώς επίσης και με βάση αναφορές απλών πολιτών. Και αυτό ενώ το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής του οποίου ζητήθηκε η γνώμη για τη ρύθμιση κάνει λόγο για «ενδεχόμενη δικανική κρίση» (του Ανωτάτου Δικαστηρίου). Κρατήστε το «ενδεχόμενη».

Τρίτον. Ο Ηλίας Κασιδιάρης δεν έχει ανοίξει ακόμα τα χαρτιά του. Μία πρόγευση μας δίνει το εξώδικο που απέστειλε στον Πρόεδρο της Βουλής στο οποίο επικαλείται τις αντίθετες προς τη ρύθμιση απόψεις κορυφαίων συνταγματολόγων. Εν αναμονή, λοιπόν, της συνέχειας ας θυμηθούμε ότι ο ισχύον εκλογικός νόμος δεν αποκλείει την κάθοδο στις εκλογές ανεξάρτητων υποψηφίων που έχουν καταδικαστεί πρωτοδίκως για κακουργήματα. ΟΟ ίδιος νόμος, επίσης, δίνει τη δυνατότητα σε ανεξάρτητους υποψηφίους να συγκροτούν Συνασπισμό Κομμάτων.

Παρεμπιπτόντως η συγκεκριμένη ρύθμιση συνιστά έμμεση έξτρα πριμοδότηση του πρώτου κόμματος από τη στιγμή που εξαφανίζει από τον μελλοντικό κοινοβουλευτικό χάρτη το έβδομο κόμμα το οποίο είχε (δημοσκοπικά) δυνατότητες να μπει στη Βουλή.
Ας έλθουμε όμως στο θέμα για το οποίο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση. Δεν είναι δουλειά της Δικαιοσύνης να φορτώνεται στους ώμους της υποθέσεις καθαρά πολιτικούς χαρακτήρα μόνο και μόνο γιατί η εκάστοτε κυβέρνηση επιλέγει να μεταθέτει στους δικαστές το πολιτικό κόστος που της αναλογεί αλλά δεν επιθυμεί να το αναλάβει. Έγινε η δουλειά με τις υποκλοπές. Έγινε και με τους πλειστηριασμούς για τους οποίους θα αποφανθεί ο Άρειος Πάγος – κατά πάσα πιθανότητα δικαιώνοντας τα funds – μια απόφαση που θα «σκάσει» στην καρδιά της εκλογικής αναμέτρησης.

Φαίνεται μάλιστα ότι μαζί με όλα αυτά τα παράδοξα θα δούμε και πολλά άλλα «πράγματα και θάματα», καθώς τα δύο μεγαλύτερα κόμματα σχεδιάζουν να φτάσουν στα άκρα, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δείγματα γραφής τους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκτός από την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, έχει βάλει ήδη στο τραπέζι το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ χρηματοδοτήθηκε από το καθεστώς Μαδούρο.

Γενικότερα η κυβέρνηση, κοιμάται – ξυπνάει, ασχολείται κατ’ αποκλειστικότητα με τα έργα, τις ημέρες και τα πρόσωπα της Κουμουνδούρου, γεγονός που τέρπει μεν τον σκληρό πυρήνα της ΝΔ, ουδόλως όμως κάνει «κλικ» στους υπόλοιπους, τους οποίους χρειάζεται η Πειραιώς για να πετύχει τον στόχο της αυτοδυναμίας. Το πράττει δε καθ’ υπερβολή, λησμονώντας, ίσως, ότι το ισχυρό της χαρτί είναι τα πεπραγμένα και οι μελλοντικοί της σχεδιασμοί στον τομέα της οικονομίας. Ακατανόητο, από τη στιγμή μάλιστα που το πάλαι ποτέ αντιΣΥΡΙΖΑ κλίμα είναι σε αποδρομή καθώς – σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις – οι πολίτες δηλώνουν πλέον ότι θα στενοχωριόνταν περισσότερο αν κέρδιζε η κυβερνώσα παράταξη και λιγότερο αν κέρδιζε η αξιωματική αντιπολίτευση.

Ο Αλέξης Τσίπρας από την πλευρά του, εξακολουθεί να παίζει δυνατά μπάλα στο γήπεδο των υποκλοπών και της διαφθοράς, ενώ επιπρόσθετα θέτει θέμα υπερβολικού (;) κόστους των εξοπλισμών, αλλά και παρατυπιών στην τραπεζική ρύθμιση του χρέους της Νέας Δημοκρατίας. Δεν έχει ωστόσο απαντήσει, ακόμη, στο ερώτημα με ποια στρατηγική και με ποια στελέχη θα διαχειριστεί την «καυτή πατάτα» της οικονομίας. Με αποτέλεσμα, ο πολίτης να μην είναι σε θέση σήμερα να κάνει προβολή του εαυτού του σε ένα συριζαϊκό αύριο.

Καλά όλα αυτά, αλλά η ζωή δεν σταματά στις δύο κάλπες, αντίθετα αυτό που έχει μείζονα σημασία είναι η επόμενη μέρα για την οποία, προς το παρόν, δεν γίνεται ουσιαστική συζήτηση.