Προς όλα τα κόμματα: Μιλήστε μας για την επόμενη ημέρα!
Με την απόφαση του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς 700.000 άνθρωποι – κατά πάσα πιθανότητα – θα χάσουν τα σπίτια τους. Ίσως με ορισμένες εξαιρέσεις εκείνων που θα βρουν προσωρινό (;) καταφύγιο στη ρύθμιση για επέκταση των εξωδικαστικών συμβιβασμών – τη μόνη ασπίδα προστασίας που αποδέχτηκε η κυβερνώσα παράταξη.
Πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά βίαιη αναδιανομή εισοδήματος – με αντίστοιχη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων – που συντελείται την τελευταία 20ετία. Προηγήθηκαν, η λαίλαπα του χρηματιστηρίου και οι δραματικές συνέπειες των «πέτρινων χρόνων» των μνημονίων.
Υπάρχει ένα αφήγημα, το παραθέτω: Αν οι πλειστηριασμοί δεν προχωρήσουν, τότε δεν θα εισπραχθούν τα κέρδη που θα πρέπει οι servicers να αποδώσουν στις τράπεζες. Επομένως θα καταπέσουν οι κρατικές εγγυήσεις του ομολόγου τιτλοποιήσεων και θα υπάρξει επιβάρυνση του δημοσίου χρέους κατά 5 έως 7 δισ. ευρώ. Ουδόλως αμελητέο αν συναθροιστεί με όλες τις υπόλοιπες δημοσιονομικές απαιτήσεις. Ωστόσο το θέμα «χάνω το σπίτι μου» αποτιμάται, άραγε, με αμιγώς δημοσιονομικά κριτήρια; Εκτός πια και αν κάποιοι ομνύουν στο «δόγμα Σόιμπλε» ο οποίος εξανίστατο για το γεγονός ότι το ποσοστό ιδιοκτησίας στην Ελλάδα είναι αδιανόητα υψηλό για τα γούστα του.
Ας περάσουμε όμως στην ευρύτερη εικόνα. Εδώ διαπιστώνουμε ότι το κόστος διαβίωσης δεν καταπίνει μόνο τα εισοδήματα των πολιτών, αλλά επηρεάζει παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Και αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, γιατί συνδέεται με το μέλλον και την προοπτική. Οι αριθμοί είναι αδιάψευστοί: Το 2022 το έλλειμα ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών (εν ολίγοις ο δείκτης υγείας της οικονομίας) αυξήθηκε κατά περίπου 8 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2021. Προσέξτε, την ίδια χρονιά οι εισπράξεις από τον τουρισμό ήταν σχεδόν 7 δισ. παραπάνω – πάντα σε σύγκριση με το 2021 – που σημαίνει… ίσα βάρκα ίσα νερά. Άρα ένας δυναμικός κλάδος δεν αποτελεί ασφαλές όχημα για την οικονομική προοπτική μιας χώρας που έχει ενεργειακή εξάρτηση. Και πάλι μιλούν οι αριθμοί: Πληρώσαμε 30,7 δισ. ευρώ για τις εισαγωγές ενέργειας – καυσίμων, ποσό κατά 14,6 δισ. ευρώ μεγαλύτερο σε σχέση με πέρυσι. Να τη η τρύπα! Να και το συμπέρασμα: Για όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα παραμένει εξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα και δεν αναπτύσσει τεχνολογίες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), τόσο, όλα τα υπόλοιπα, θα είναι απλώς… νερό στον Πίθο των Δαναΐδων.
Με βάση αυτά τα δεδομένα και ενόψει των εκλογών, νοικοκυριά και επιχειρήσεις αγωνιούν να λάβουν απάντηση στο εξής απλό ερώτημα: Πώς θα τα βγάλουν πέρα με την ακρίβεια, τη στιγμή που η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εξακολουθεί να κινείται σε χαμηλή τροχιά. Προς το παρόν το μόνο που γνωρίζουμε είναι η προτροπή του Κεντρικού Τραπεζίτη για «δημοσιονομική προσοχή» καθώς επίσης και η απόφαση της κυβέρνησης να προτάξει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, έναντι της προστασίας της πρώτης κατοικίας. Παρά το γεγονός ότι η χώρα αντιμετωπίζει δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό, έλλειμμα ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών) ο στόχος ως προς την επενδυτική βαθμίδα φαίνεται εφικτός και τοποθετείται χρονικά λίγο μετά τις εκλογές.
Δύο παρατηρήσεις σε αυτό το σημείο:
- Έχω την εντύπωση ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα επηρεαστεί λιγότερο από τη διαφαινόμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και περισσότερο από μία αλληλουχία πιεστικών γεγονότων της καθημερινότητας. Όπως για παράδειγμα το ότι φέτος θα πληρώσουμε την Καθαρή Δευτέρα τη λαγάνα 5 ευρώ έναντι 3,5 τον περασμένο χρόνο.
- Μετά τις εκλογές θα μπούμε σε φάση δημοσιονομικής σύσφιξης και στενότερης εποπτείας από τις Βρυξέλλες. Για να δώσω και εδώ ένα παράδειγμα: Αν, ω μη γένοιτο, συνεχιστεί η ενεργειακή κρίση θα είναι σαφώς περιορισμένο.
Ανακύπτουν, λοιπόν, τα εξής ζητήματα. Πώς προδιαγράφεται η επόμενη μέρα, πόσο θα πρέπει οι πολίτες να σφίξουν το ζωνάρι, με ποιο τρόπο θα στηριχθούν οι ευάλωτοι και πάρει ανάσα η μεσαία τάξη, είναι επαρκής η επενδυτική βαθμίδα για να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να δημιουργηθούν ευκαιρίες για όλους; Ζητήματα κρίσιμα που θα πρέπει να μπουν επειγόντως στο τραπέζι του προεκλογικού διαλόγου. Κατά προτίμηση, με καθαρές κουβέντες.