Ελληνοτουρκικά: Έτσι, χωρίς πρόγραμμα...

Ανακύπτουν ορισμένα ερωτήματα: Τι θέλουν από εμάς οι Αμερικανοί και τι σημαίνουν τα σούρτα φέρτα του Μπλίνκεν σε Αθήνα και Άγκυρα; Πού πατάει σήμερα ο Ερντογάν αντιμέτωπος με τις εφιαλτικές συνέπειες του ισχυρού σεισμού στην γείτονα χώρα; Εν τέλει τι ακριβώς «ψήνεται» ως προς τα ελληνοτουρκικά και πώς τοποθετούνται τα ελληνικά κόμματα απέναντι στις διαφαινόμενες εξελίξεις;
3'

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Οι ΗΠΑ επιθυμούν διακαώς να ηρεμήσει η κατάσταση στην ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Έχοντας- από ότι φαίνεται- επιστρέψει σε λογική Ψυχρού Πολέμου προτάσσουν ως μείζοντα στόχο της σταθερότητα. Θέλουν με άλλα λόγια την ησυχία τους για να επικεντρωθούν σε αυτό που θεωρούν πραγματική απειλή δηλαδή την Κίνα και τη Ρωσία.

Το καλό νέο είναι ότι έχουν απομακρυνθεί από τα σχέδια των μεγάλων επεμβάσεων του παρελθόντος. Το κακό νέο είναι ότι επιδεικνύουν μηδενικό ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας για αυτό και επικεντρώνονται στην ανάγκη «να πέσουν οι τόνοι» προκειμένου να αποκατασταθεί η ηρεμία στην περιοχή. Δεν τις απασχολεί η ουσία του προβλήματος, ούτε τα αίτια που το δημιούργησαν, δεν αναζητούν το δίκαιο ή το άδικο, δεν εμβαθύνουν καν στις πιθανές γεωπολιτικές μεταβολές που θα μπορούσαν να προκύψουν σε περιφερειακό επίπεδο.

Πάμε τώρα στον Ερντογάν ο οποίος όπως είπαμε πιέζεται αφόρητα από τα ογκώδη προβλήματα που δημιούργησε ο καταστροφικός σεισμός. Χαμηλώνει τους τόνους, με την έννοια ότι δεν μας απειλεί πλέον κάθε τρεις και λίγο ότι θα «μπουκάρει νύχτα», αλλά δεν μετακινείται ούτε εκατοστό από το ευρύ πλέγμα των τουρκικών διεκδικήσεων. Η Τουρκία, λοιπόν, είχε, έχει και θα έχει ατζέντα, η οποία κατά πάσα πιθανότητα συνεχώς θα… εμπλουτίζεται.

Ερχόμαστε τώρα στο δια ταύτα: Με δεδομένο ότι η αμερικανική πλευρά δεν ποντάρει σε μεγάλες κινήσεις στην περιοχή η ελληνική κυβέρνηση δείχνει ανακουφισμένη, δεν θεωρεί απαραίτητο, να υπάρξει σχεδιασμός για το μέλλον, και επικεντρώνεται σε θέματα που συνδέονται με τους εξοπλισμούς και την ενίσχυση της παρουσίας των ΗΠΑ στην Ελλάδα.

Η Κουμουνδούρου, από την πλευρά της, προβάλει το ακριβώς αντίθετο επιχείρημα. Πιστεύει δηλαδή ότι στη σημερινή συγκυρία καθίσταται ακόμη επιτακτικότερη η ανάγκη να θέτει η χώρα τη δικής της ατζέντα. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του Αλέξη Τσίπρα στον Άντονι Μπλίνκεν κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στην Αθήνα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ζήτησε να ενθαρρύνει τον διάλογο και να ασκήσει πιέσεις στην Τουρκία προκειμένου να άρει τις παράλογες απαιτήσεις της. Περιέγραψε ουσιαστικά το «μοντέλο» που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών.

Παρατηρώ πάντως ότι οι συνομιλητές του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών επικεντρώθηκαν ουσιαστικά σε ένα και μόνο ζήτημα, την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών και την εμμονή της τουρκικής πλευράς για αποστρατικοποίησή τους. Δεν έγινε, εξ όσων γνωρίζουμε, κουβέντα για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια ή το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο και την αυθαίρετη παρουσία τουρκικών ερευνητικών σκαφών στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Όλα δείχνουν ότι μετά τις εκλογές θα αναθερμανθεί ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Καλοδοχούμενο. Υπενθυμίζω, ωστόσο ότι εδώ και 20 χρόνια, πέραν όλων των άλλων, έχουν μπει στο τραπέζι τόσο τα χωρικά ύδατα όσο και ο εναέριος χώρος. Τα έχουμε αποδεχθεί κατά συνέπεια ως θέματα συζήτησης καθώς μέσα από αυτά περνά ο δρόμος για τη Χάγη.

Τώρα αναρωτιέμαι τι θα «παίξει»; Υπάρχει προετοιμασία, σχεδιασμός, έχουν γίνει κινήσει προς την κατεύθυνση της εθνικής συνεννόησης; Ή μήπως βαδίζουμε, έτσι χωρίς πρόγραμμα;