Ελληνοτουρκική προσέγγιση σε μετεκλογικό φόντο

Έγινε πολλή συζήτηση τελευταία για τη διαφαινόμενη ελληνοτουρκική προσέγγιση χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε το ακριβές περιεχόμενο της διαβούλευσης και τι ακριβώς προβλέπει η ατζέντα για το άμεσο μέλλον. Έγινε επίσης πολλή συζήτηση για την ένταση που δημιουργήθηκε στο μέτωπο Αθήνας – Λευκωσίας, με αφορμή την απόφαση της χώρας μας να υποστηρίξει την τουρκική υποψηφιότητα στο Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ).
4'

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ως προς την προσέγγιση με τους γείτονες, διοχετεύθηκε κάποια στιγμή η πληροφορία ότι πάμε σε έξτρα μορατόριουμ, έτσι ώστε να καλύπτεται και η περίοδος έως τις 15 Ιουνίου οπότε τίθενται σε ισχύ τα συμφωνηθέντα Παπούλια – Γιλμάζ, και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο λόγω στρατιωτικής δραστηριότητας να προκληθούν δυσάρεστες καταστάσεις. Υπάρχει νέο μορατόριουμ, επέμειναν πηγές του Μεγάρου Μαξίμου, δεν υπάρχει αντέτεινε ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ. Όσο για το αρμόδιο Υπουργείο, που επέλεξε να μην μετέχει στο συγκεκριμένο… ντιμπέιτ, συμβαίνει να γνωρίζω ότι πιστεύει πως δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Τι συμβαίνει;

Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία έχει περιορίσει τις στρατιωτικές της κινήσεις στην περιοχή, ιδιαίτερα στον αέρα όπου οι υπερπτήσεις έχουν σχεδόν μηδενιστεί, και εστιάζει πλέον στην επόμενη μέρα. Οι καλά γνωρίζοντες θεωρούν ότι όποιος και αν κερδίσει τις τουρκικές εκλογές, θα κάνει συγκεκριμένες κινήσεις στη σκακιέρα, γιατί απλούστατα η Άγκυρα «καίγεται» για την οικονομική στήριξη της Δύσης. Συγκεκριμένα θα δώσει περισσότερα δείγματα απεμπλοκής από τη Μόσχα και ταυτόχρονα θα φροντίσει να αποκτήσει… πιο φιλική διάθεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο γεννάται το ερώτημα: τι ακριβώς επιδιώκει η ελληνική πλευρά και πώς σκοπεύει να το προωθήσει. Με άλλα λόγια, ποια είναι η δική μας θετική ατζέντα στο πολυπαραγοντικό παιχνίδι στο οποίο οι μετέχοντες σύμμαχοι και φίλοι μετά δυσκολίας μας ακούν ως σήμερα και ενώ ακόμα δεν έχει ξεδιπλωθεί το τουρκικό σχέδιο ενίσχυσης της γείτονος χώρας με τον δυτικό παράγοντα; Και το ερώτημα καθίσταται ακόμα πιο έντονο καθώς είναι νωπές οι μνήμες από τη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, η οποία έγινε χωρίς διπλωμάτες, χωρίς ομάδες εργασίας, χωρίς κείμενα πάνω στο τραπέζι και χωρίς να υπάρξει καν συνέντευξη Τύπου, με αποτέλεσμα να αποδειχτεί ότι είχε «κοντά ποδάρια», καθώς λίγο μετά οι δύο ηγέτες έφτασαν στο σημείο να μην λένε καλημέρα.

Είναι λοιπόν κρίσιμο να συνταχθεί άμεσα ελληνικό σχέδιο, γιατί διαφορετικά η χώρα μας, κινδυνεύει με απομόνωση κι ενδεχομένως με περιπέτειες. Αυτό φυσικά ενδέχεται να προϋποθέτει και ορισμένες υποχωρήσεις, σίγουρα όμως προϋποθέτει ευρύτερη εσωτερική συμφωνία. Ας πούμε ότι επιδιώκουμε να αρθεί το casus belli, και να μπει στο ράφι η τουρκολυβική συμφωνία, που ναι μεν εμείς την χαρακτηρίζουμε παράνομη, αλλά προς το παρόν καλά κρατεί. Ποια θα είναι άραγε η στάση μας; Αν οι γείτονες ζητήσουν πρόσβαση στο Αιγαίο ουσιαστικά σημαίνει, από τη δική μας πλευρά, μοντέλο κλιμακωτών χωρικών υδάτων και ίσως αποστρατικοποίηση των νησιών;

Για να ολοκληρώσουμε την εικόνα, το Κυπριακό είναι ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, διαπιστώνουμε ότι προϋπήρξαν δύο φάσεις έντασης στις ελληνοκυπριακές σχέσεις: το φθινόπωρο του 2019, όταν ο αμερικανικός παράγοντας ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να πείσει τον τότε πρόεδρο Αναστασιάδη, να παγώσει τις έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ χάριν της ηρεμίας στην περιοχή, και τον Νοέμβριο του 2020 όταν στη συνάντηση Μητσοτάκη – Σίσι –λίγο μετά την υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας- οι δύο ηγέτες αποφάσισαν να παγώσουν τη συζήτηση για τον EastMed και να αρχίσουν να αναφέρονται σε έναν άλλο αγωγό προκειμένου να κατευνάσουν την Άγκυρα, η οποία… ήταν στα κεραμίδια.

Αντιλαμβάνομαι ότι δεν κινούμαστε πλέον στους ρυθμούς του δόγματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή «η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάς συμπαρίσταται». Αυτό, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν πρέπει να υπάρχει συντονισμός μεταξύ των δύο χωρών. Κρατήστε τη λέξη «συντονισμός» γιατί είναι κομβικής σημασίας. Ζούμε σε μια νέου τύπου περίοδο ψυχρού πολέμου και πυκνώνουν τα δείγματα ασυνεννοησίας Αθήνας – Λευκωσίας. Ασφαλώς η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά πάντως διδάσκει. Υπενθυμίζω, λοιπόν, ότι το 1974 επικρατούσε ανάλογο κλίμα και τότε δημιουργήθηκαν οι συνθήκες που οδήγησαν στο διαμελισμό της Κύπρου. Σήμερα δεν θα πάρουμε απαντήσεις για όλα αυτά. Θα τις πάρουμε μετά τις εκλογές.

Διαβάστε επίσης:

Εκλογές 2023: Θα γίνει τελικά debate μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα;

Εκλογική αναμέτρηση σε κλίμα οργής και απογοήτευσης

Δημοσκόπηση MRB για το Newsbomb.gr: Ο Δημήτρης Μαύρος αναλύει τα ευρήματα στο Meeting Point