Πολιτικό πόκερ με φόντο την οικονομία
Όλα ξεκινούν από την προσδοκία των κομμάτων της αντιπολίτευσης ότι η ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας -αδιαμφισβήτητη πάντως- θα υποστεί αναταράξεις στο πεδίο της οικονομίας. Σήμερα όλα φαντάζουν ειδυλιακά. Η επενδυτική βαθμίδα βρίσκεται προ των πυλών, οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας εξυπηρετούνται πριν την ημερομηνία λήξης τους, ξεπαγώνουν αυξήσεις σε μισθούς - συντάξεις και επεκτείνονται χρονικά οι πάσης φύσης ενισχύσεις που δίδονται ήδη ως μικρό αντίδοτο της καλπάζουσας ακρίβειας.
Παρακολουθώντας τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης διακρίνουμε ότι χαρακτηρίζονται από δημοσιονομική γενναιοδωρία, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί κάποιος να προεξοφλήσει αυτή τη στιγμή τη θετική πορεία των δεικτών, ενώ είναι ταυτόχρονα γνωστό ότι από 01/01/2024 επανέρχεται δόξα και τιμή, το Σύμφωνο Σταθερότητας που χαρακτηρίζεται για τη δογματική του προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία. Προβλέπει συγκεκριμένα ότι στην περίπτωση που το δημοσιονομικό έλλειμμα ξεπερνάει το 3%, πρέπει -άμα τη διαπιστώσει- να λαμβάνονται μέτρα «κουκουλώματος» στο δίπτυχο περιορισμός δαπανών - αύξηση φόρων.
Θα μας ξελασπώσει και φέτος ο τουρισμός; Μάλλον δύσκολο γιατί προς το παρόν οι κρατήσεις κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα. Θα μας σώσει η κατανάλωση; Δύσκολο, επίσης, καθώς την περίοδο μετά την πανδημία έπεσε ήδη χρήμα στην αγορά ενώ προέκυψε ενδιάμεσα και η ενεργειακή κρίση οπότε συνδυαστικά μειώθηκε το κομπόδεμα. Και όλα αυτά, τη στιγμή που η ακρίβεια ζει και βασιλεύει: τον Ιούνιο που μας πέρασε, ο πληθωρισμός αυξήθηκε (μόνο) κατά μία μονάδα, αλλά ο πληθωρισμός στα τρόφιμα έγραψε 12% -γεγονός που ενδέχεται να επηρεάσει περαιτέρω τη συμπεριφορά των νοικοκυριών και κατά συνέπεια τα έσοδα από τον ΦΠΑ. Τελευταίο αλλά καθόλου αμελητέο. Όσο αντιστέκεται ο δομικός πληθωρισμός (τρόφιμα-ενέργεια) άλλο τόσο θα αντιστέκεται και η ΕΚΤ ως προς τη μείωση των επιτοκίων.
Τα πράγματα, ωστόσο, είναι πολύ πιο σύνθετα. Η πολιτική εξίσωση που προέκυψε στις 25 Ιουνίου, είναι περισσότερο πολυπαραγοντική παρά ποτέ. Πρώτα απ' όλα, η οκτακομματική Βουλή - πέραν όλων των άλλων παρατηρήσεων που έχουν καταγραφεί- παραπέμπει σε πολυδιάσπαση τόσο της «δεξιάς» όσο και της αριστερής ψήφου. Δεύτερο, ταυτοτική ψήφος ανιχνεύεται μόνο στο πεδίο των μικρότερων κομμάτων ιδίως εκείνων που μπαίνουν για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο (Δημήτρης Μαύρος, «Εστία της Κυριακής»). Τρίτο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει φούριες και το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να κινείται στη σφαίρα της αναζήτησης της ευκρινούς πολιτικής ταυτότητας.
Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να «παραμερίσει» χάριν της αναγέννησης του κόμματός του, ο απόηχος της φημολογίας ότι θα επανέλθει στο προσκήνιο με νέο σχήμα, αλλά και ο ασταθής για την ώρα βηματισμός των στελεχών της Κουμουνδούρου, κάθε άλλο παρά συνθέτουν ιδανικό περιβάλλον για να προχωρήσει η εκ βάθρων ανανέωση του χώρου και μάλιστα προς την κατεύθυνση εκείνη που θα εγγυάται τη διεύρυνση της εκλογικής του βάσης. Έγινε μεγάλη κουβέντα για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ διέβη το κατώφλι του Μεγάρου Μαξίμου ως παράταξη ειδικού σκοπού, ενδυόμενος δηλαδή αντιμνημονιακό μανδύα. Το βέβαιο είναι πάντως ότι έχει ηττηθεί προς το παρόν στη μάχη του Κέντρου, που ισοδυναμεί με εισιτήριο επανόδου στην εξουσία. Όπως επίσης είναι βέβαιο ότι οι εναπομείναντες οπαδοί του έχουν ισχυρές προσδοκίες όπως προκύπτει από τις απαντήσεις στο ερώτημα, αν η Κουμουνδούρου έχει δυνάμεις να παίξει ξανά δυναμικό ρόλο στην πολιτική σκηνή, καθώς το 84% αποφαίνεται θετικά.
Η εικόνα αυτή αντιστρέφεται στο πεδίο του ΠΑΣΟΚ. Στο ερώτημα αν θα μπορούσε να διεκδικήσει το ρολο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μόλις το 38% των οπαδών του δηλώνει ότι θεωρεί ρεαλιστικό έναν τέτοιο στόχο. Αυτό από μόνο του ενισχύει την άποψη ότι υπάρχει ρευστότητα στην εκλογική βάση του Κινήματος Αλλαγής.
Συμπέρασμα, η κυβέρνηση μπροστά στις μυλόπετρες της οικονομίας και η αντιπολίτευση μπροστά στην πρόκληση της ανασυγκρότησης.