ΣΥΡΙΖΑ ώρα μηδέν: Μια ανάσα πριν τη γελοιότητα

Για πολλοστή φορά ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίζει «πρώτο τραπέζι πίστα» στην καυτή επικαιρότητα, σταθερά λόγω των σφοδρών εσωκομματικών συγκρούσεων. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να αναρωτηθούμε: πώς έφτασαν τα πράγματα ως εδώ και πώς κατανέμονται οι ευθύνες;
INTIME NEWS
5'

Η βιαστική αποχώρηση της Ομπρέλας και της ομάδας Αχτσιόγλου ήταν το πρώτο βήμα. Η παθητική παρακολούθηση του ξεδιπλώματος της στρατηγικής Κασσελάκη από τα στελέχη που έμειναν στην Κουμουνδούρου, το δεύτερο βήμα. Οι παλαιοπροεδρικοί έκαναν το κλασικό λάθος: υποτίμησαν τον «αντίπαλο». Και όχι μόνο, θεώρησαν ότι ο χρόνος, δηλαδή η ετυμηγορία της κάλπης των ευρωεκλογών) είναι με το μέρος τους. Επιπλέον, πήραν στα σοβαρά τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε με προθυμία ο πρόεδρος για τη συλλογική λειτουργία του κόμματος -δεσμεύσεις που δίνονταν σε ειδυλλιακό σκηνικό στο οποίο εκτυλισσόταν μια υποτίθεται συντροφική και ειλικρινής συζήτηση. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι δεσμεύσεις ακυρώνονταν στην πράξη σε χρόνο dt. Δεν αντιλήφθηκαν ενδεχομένως ότι αυτό δεν είναι συμπτωματικό, αλλά αποτελεί pattern συμπεριφοράς και μέρος μιας σκληρής στρατηγικής. Ή, ίσως, θεώρησαν ότι θα αντέξει το «ανάχωμα», δηλαδή η καταστατικά κατοχυρωμένη συλλογικότητα στη λήψη αποφάσεων.

Όταν, λοιπόν, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, το αρχικό πλάνο «ακούνητοι, αμίλητοι, αγέλαστοι» ως τις ευρωεκλογές -στη λογική να μην φορτωθούμε το βάρος της ήττας και να μην μας κολλήσουν τη ρετσινιά των «υπονομευτών»- ήρθε όλο «τούμπα»: Plan A, σύγκληση Πολιτικής Γραμματείας και εν συνεχεία Κεντρικής Επιτροπής προκειμένου να κινηθεί διαδικασία μομφής κατά του Στέφανου Κασσελάκη. Το σχέδιο κατέρρευσε από τα αποδυτήρια γιατί οι συμφωνούντες αποδείχτηκαν στην «κάλπη» της πρώτης συνεδρίασης της ΠΓ λιγότεροι από τους διαφωνούντες, που ωστόσο η σύνθεσή τους ήταν ετερόκλητη. Σ’ αυτή ακριβώς τη μετάλλαξη της τελευταίας στιγμής αναφέρεται η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα (plan B) δύο περίπου ώρες πριν την έναρξη του Συνεδρίου, στην οποία ο πρώην πρόεδρος καταλογίζει ευθύνες για την «κατάντια» του ΣΥΡΙΖΑ και σε εκείνους που την κρίσιμη στιγμή προτίμησαν να «διαφωνούν στο παρασκήνιο, αλλά σιωπηλά και να περιμένουν να έρθει η εκλογική αποτυχία ώστε να του την χρεώσουν (σ.σ. στον κ. Κασσελάκη)».

Μεταξύ άλλων ετέθη και το θέμα των ευθυνών του ίδιου του κ. Τσίπρα, από πολλές πλευρές και με διαφορετικό τρόπο, αν θέλετε και με εντελώς διαφορετικό κίνητρο. Προσπερνώντας όμως αυτήν την αποσπασματική και σε κάποιες περιπτώσεις ιδιοτελή κριτική, ας σταθούμε στο προφανές, αυτό που και ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός αναγνώρισε στην ομιλία του αμέσως μετά το δραματικό αποτέλεσμα της πρώτης βουλευτικής κάλπης: ότι, δηλαδή, η «κακοφωνία» του ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε την εικόνα κόμματος που στερείται σοβαρότητας και επομένως ροκάνισε τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Κουμουνδούρου και την κοινωνία. Σωστό, μεν, μόνο που ο ίδιος άφηνε το φαινόμενο να εξελίσσεται επί μία τετραετία και βάλε. Κάπως έτσι, λοιπόν, η συζήτηση περί σταδιακής διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να εφάπτεται της εκδοχής περί κινδύνου πλήρους γελοιοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν ήμουν σε θέση να γνωρίζω αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ουσιαστικό Συνέδριο θέσεων, μάλλον έχω την εντύπωση ότι το Συνέδριο ολοκληρώθηκε με το «εναρκτήριο λάκτισμα» της δήλωσης Τσίπρα και με την «προεκλογική» ομιλία Κασσελάκη. Άλλωστε, ελάχιστοι ασχολούνται πλέον με το Συνέδριο, οι περισσότεροι στρέφουν το βλέμμα και τον «κόπο» στις επερχόμενες νέες εσωκομματικές κάλπες. Το ματς προφανώς είναι Γεροβασίλη – Κασσελάκης και σκιάζεται από έναν απρόβλεπτο παράγοντα που συνδέεται με τη συμμετοχή του σημερινού προέδρου σε εταιρείες του εξωτερικού (κατά παραδοχή του ίδιου) και το κατά πόσο αυτό θα έχει νομικές συνέπειες, αλλά πρωτίστως πολιτικές επιπτώσεις.

Ασφαλώς οι «προσωπικότητες» παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Ο κ. Κασσελάκης διαθέτει επικοινωνιακό χάρισμα, κάνει «κλικ», διαθέτει όμως και ένα σαφές πολιτικό σχέδιο. Τον ακούω συχνά να εξανίσταται όταν τον κατηγορούν για «τραμπισμό». Εδώ, μάλλον, υπάρχει παρανόηση. Ο «τραμπισμός» δεν είναι ιδεολογία, είναι μέθοδος. Και ως μέθοδος θα μπορούσε να φέρει οποιοδήποτε πολιτικό πρόσημο, ακόμη και αριστερό. Η αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα στον αρχηγό και το λαό, σημαίνει ουσιαστικά συρρίκνωση και εξαφάνιση του ρόλου των μεσαίων και υψηλόβαθμων στελεχών, κατάργηση των οργάνων στην εσωτερική λειτουργία του κομματικού μορφώματος. Η ιδέα του «κόμματος μελών» δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια «γλυκιά αυταπάτη» που ενδέχεται να χαϊδεύει ευχάριστα τα αυτιά αρκετών. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ο παραπλανητικός μανδύας του προσωποπαγούς κόμματος.

Η Όλγα Γεροβασίλη από την πλευρά της προέρχεται από τα σπλάχνα του κόμματος. Ξεχώρισε στις θέσεις ευθύνης που της ανατέθηκαν. Και μακριά από οποιαδήποτε προσωπική ατζέντα, «έβαλε πλάτη» στα δύσκολα, ιδιαίτερα μετά την απόφαση παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα από την προεδρία του κόμματος. Θεωρείται άνθρωπος της σύνθεσης -γεγονός μάλλον θετικό τουλάχιστον για ένα παραδοσιακού τύπου κόμμα- αλλά και ευρύτερα, γιατί στην πολιτική και με βάση πάντα το συμφέρον της χώρας, έρχονται στιγμές που απαιτούνται ευρύτερες συναινέσεις. Επιπρόσθετα, αν και εφόσον είναι επιθυμητό σενάριο της ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς, φαίνεται ότι είναι διατεθειμένη να το προσεγγίσει παραγωγικά.

Κλείνοντας, δεν σας κρύβω ότι με προβλημάτισε αυτό που είπε ο έμπειρος αναλυτής Δημήτρης Μαύρος (ΕΡΤ) υπονοώντας ότι η κούρσα θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης απέναντι στους υποψήφιους.

Σχετικές ειδήσεις