Η διαγραφή Σαμαρά, η «παγωμάρα» στη ΝΔ, το πόκερ με την Άγκυρα και την Προεδρία της Δημοκρατίας
Η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά, παρότι αναμενόμενη, προκαλεί ανησυχία στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, τα οποία ανεξαρτήτως πολιτικού στίγματος ή προσωπικών προτιμήσεων, αντιλαμβάνονται ότι η ΝΔ (ακόμη και με το στενό ποσοστό στις πρόσφατες ευρωεκλογές) αποτελεί λόγω των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί, η μόνη δύναμη σταθερότητας. Αυτή τη στιγμή τουλάχιστον. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, είναι πολλοί εκείνοι οι βουλευτές που απευθύνθηκαν σε ορισμένους συναδέλφους τους, που το Μέγαρο Μαξίμου έχει τοποθετήσει στο περιθώριο ή στην περίμετρο της «ζώνης του κόκκινου» ζητώντας τους να βγουν μπροστά και να «βάλουν πλάτη». Γιατί συνειδητοποιούν ότι μόνο με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και ενορχήστρωση προσβλητικών σχολίων στα social media κατά του πρώην πρωθυπουργού, το πράγμα δεν μαζεύεται. Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε ότι νεοδημοκράτες πολιτικοί «υπεράνω υποψίας» (υπό την έννοια ότι έχουν ασκήσει και οι ίδιοι σκληρή κριτική στην κυβέρνηση), το «παίρνουν πάνω» τους με βάση το σκεπτικό ότι δεν πρόκειται μόνο για το κόμμα αλλά ενδεχομένως για την ίδια τη χώρα, πρόκειται απλώς για crisis management. Επ’ αυτού θα επανέλθουμε.
Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που εν τέλει προκάλεσε τη διαγραφή, αφού ο πρώην πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής», στην πραγματικότητα επανέλαβε τις διαφωνίες του ως προς το σύνολο της ακολουθούμενης κυβερνητικής πολιτικής, με έμφαση στα εθνικά θέματα και τη woke κουλτούρα. Το έχει κάνει κατ’ επανάληψη. Ακόμα και η σύστασή του, για την αποπομπή του υπουργού Εξωτερικών (χωρίς να τον κατονομάζει) λόγω της δήλωσής του ότι θεωρεί υπέρτατο στόχο τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο και ας τον πουν μειοδότη, θα μπορούσε να παρακαμφθεί. Δεν μπορούσε όμως να παρακαμφθεί η προσωποποίηση των διαφωνιών του με τον κ. Μητσοτάκη, στην οποία παραπέμπει η φράση «χαριεντίσματα εννοείται τα γέλια μεταξύ Ερντογάν, Ράμα και του Έλληνα πρωθυπουργού;» Εκεί ράγισε το γυαλί. Δεν είναι τυχαίο που ο Νικήτας Κακλαμάνης είχε προτείνει -εδώ και καιρό- συνάντηση των τριών (Μητσοτάκη, Καραμανλή, Σαμαρά). Αντιλαμβανόταν, προφανώς, ότι έρχεται με φόρα το τέλος.
Ο κ. Σαμαράς ήταν και παραμένει «παίκτης», αλλά γνωρίζει ότι δεν έχει να περιμένει πλέον πολλά πολλά, γεγονός που τον «απελευθερώνει» να μιλάει δημόσια και με απόλυτα σαφή, σκληρό ενίοτε τρόπο για σημαντικά ζητήματα, που προβληματίζουν –αν δεν ανησυχούν- μερίδα των βουλευτών της ΝΔ αλλά και ψηφοφόρων του κόμματος. Ζητήματα που συζητώνται και ευρύτερα στην κοινωνία. Αναδεικνύει επομένως μια ατζέντα που δεν είναι φιλική προς την κυβέρνηση, γιατί σχετίζεται με τα «αδύναμα σημεία» της, άρα εκ των πραγμάτων προκαλεί ζημιά στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό προσωπικά. Για παράδειγμα δεν θα μου έκανε εντύπωση, αν με τα σύγχρονα εργαλεία (δημοσκοπήσεις) αποδεικνυόταν πως η στηλίτευση της woke culture από τις αρχές του χρόνου, επηρέασε σε ένα βαθμό του χαμηλό ποσοστό που «έγραψε» η κυβερνώσα παράταξη στην κάλπη των ευρωεκλογών.
Όλα αυτά αρχίζει να τα αναγνωρίζει το Μέγαρο Μαξίμου και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πριν λίγους μήνες που έδωσε μάχη για να νομοθετηθεί ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών –διχάζοντας μάλιστα βαθύτατα τους βουλευτές και υπουργούς του- αποφάσισε πρόσφατα στη συζήτηση με τον Γάλλο φιλόσοφο Πασκάλ Μπρικνέρ, να καταγγείλει ουσιαστικά την «τυραννία των μειονοτήτων».
Πάμε τώρα στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Παρατηρώ, κατ’ αρχάς (έτσι ακούγεται τουλάχιστον) ότι ο πρωθυπουργός θα προχωρήσει σε ανατροπή του σχεδιασθέντος χρονοδιαγράμματος, έτσι ώστε η Προεδρική εκλογή να προηγηθεί της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν, προς αποφυγήν εκπλήξεων, διατείνονται ορισμένοι. Πάντως, με τεχνικού χαρακτήρα διευθετήσεις ούτε πολιτική παράγεται ούτε μεταβάλλεται το περιεχόμενο του εγχειρήματος για προσέγγιση με τη γείτονα χώρα. Επιτρέψτε μου, όμως, στο σημείο αυτό μια παρένθεση, εστιάζοντας στην ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο πρωθυπουργός, τη μακρά περίοδο της παντοδυναμίας του, δημιούργησε την εντύπωση ότι δεν επιθυμεί «συμπαίκτες». Τώρα όμως το τοπίο είναι εμφανώς διαφορετικό για δύο λόγους:
Πρώτον: Η Νέα Δημοκρατία στις πρόσφατες ευρωεκλογές έχασε περίπου ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους ενώ από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει ότι έκτοτε κινείται σε χαμηλές πτήσεις. Παράλληλα (δημοσκοπικά πάντα) μεταβάλλεται αρνητικά η δημοτικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, παίρνει κεφάλι ο ΚΑΝΕΝΑΣ.
Δεύτερον: Η εκλογή Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλάζει άρδην τα δεδομένα, κατά συνέπεια ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα προσέφερε χρήσιμη βοήθεια, αν ήταν πολιτική πρόσωπο με βαθιά γνώση του γεωπολιτικού γίγνεσθαι και φυσικά του ελληνοτουρκικού θέματος. Όπου να ‘ναι θα δείξει…
Επειδή όμως έπεσε στο τραπέζι το όνομα του Κώστα Καραμανλή, θα εκφράσω μια προσωπική σκέψη. Στον πρώην πρωθυπουργό είχε προταθεί η θέση από τον Αλέξη Τσίπρα και μάλιστα με την ατάκα «θα είμαστε αχτύπητο δίδυμο». Η πρόταση απερρίφθη και μάλιστα με διατύπωση που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απολύτα, πολιτικά όρθη... Η συζήτηση πάντως συνεχίστηκε σε καλό κλίμα, για σημαντικά ζητήματα που βρίσκονταν στον αφρό εκείνης της περιόδου. Επίσης, ο κ. Καραμανλής επέλεξε να μην πολιτευθεί στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Υποθέτω, και στις δύο περιπτώσεις, για να μην καταστεί εκ των πραγμάτων συμμέτοχος σε πολιτικές επιλογές με τις οποίες διαφωνούσε. Ο λόγος δεν έχει αρθεί, αν κρίνω και από τις δημόσιες τοποθετήσεις του, επομένως θεωρώ μάλλον απίθανο να ενδιαφέρεται για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Επανέρχομαι στα ελληνοτουρκικά και ξεκινώ από ένα περιστατικό: Κατά την πρόσφατη ενημέρωση που έκανε ο υπουργός Εξωτερικών στους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος οι οποίοι μετέχουν στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας του κοινοβουλίου, ο Νικήτας Κακλαμάνης ζήτησε να διαβάσει ένα κείμενο που κατά βάση περιέγραφε τις «κόκκινες γραμμές» της χώρας. Ο κ. Γεραπετρίτης συμφώνησε απόλυτα. Και όταν ο κ. Κακλαμάνης τον ρώτησε: «Αν τεθεί θέμα αποστρατικοποίησης των νησιών μας και θέμα γκρίζων ζωνών τι κάνουμε; Σταματάμε τον διάλογο;» η απάντηση που έλαβε ήταν ένα κατηγορηματικό «ναι». Ελάτε, όμως, που ο Τούρκος ομόλογός του Χακάν Φιντάν, μετά τη συνάντηση που είχαν στην Αθήνα, δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά ότι στο Αιγαίο «δεν έχουμε μόνο ένα πρόβλημα, έχουμε πολλά προβλήματα. Αυτά πρέπει να τα συζητάμε». Την ίδια στιγμή, μέσα σε ένα περιβάλλον επισημάνσεων-καταγγελιών για «μυστική διπλωματία», έπεσε ως κεραυνός (αλλά όχι εν αιθρία) η παραίτηση του Α’ Γενικού Διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών, Πρέσβυ Ρούσου Κούνδουρου, με αιχμές ότι το υπουργείο κινείται με τρόπο που αποκλείει από τη διαπραγμάτευση αρμόδιες διευθύνσεις. Βγάλτε συμπέρασμα.
Κλείνοντας, σκέπτομαι ότι, παρότι η ΝΔ είναι με τα σημερινά δεδομένα ο σταθερότερος πυλώνας, θα έπρεπε ίσως, ακόμη κι αν θέλετε για λόγους αυτοπροστασίας, να επανεξετάσει την πολιτική της σε κρίσιμους τομείς και παράλληλα να αναζητήσει πρόσωπα που θα μπορούσαν να προωθήσουν το αφήγημά της στην κοινωνία με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία. Να αλλάξει δηλαδή το κυβερνητικό στίγμα. Στην επικοινωνία υπάρχει ένας βασικός κανόνας: «Σημασία δεν έχει τι λέγεται, σημασία έχει ποιος το λέει».