Μια διαγραφή (Σαμαράς) με «πολλά ποδάρια»
Οι παράμετροι που θα καθορίσουν τις μελλοντικές εξελίξεις
Τώρα που έχει «κατακάτσει ο κουρνιαχτός» (σ.σ. αγαπημένη έκφραση του Χαρίλαου Φλωράκη), είμαστε σε θέση να δούμε με μεγαλύτερη ευκρίνεια, ορισμένα κρίσιμα στοιχεία του πολιτικού παζλ, αλλά και τη συνολική εικόνα που απεικονίζει.
Πρώτον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην τελευταία του συνέντευξη (Alpha) επιβεβαίωσε ότι (όπως λέγαμε) ο βασικότερος λόγος της διαγραφής Σαμαρά ήταν η αναφορά του στα χαριεντίσματα του Έλληνα πρωθυπουργού με Ερντογάν και Ράμα κατά τη συνάντησή τους στη Βουδαπέστη, στο περιθώριο της Συνόδου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας. Η υπόδειξη για αποπομπή Γεραπετρίτη από την κυβέρνηση έρχεται δεύτερη, γιατί εμμέσως αμφισβητεί το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του εκάστοτε πρωθυπουργού να ορίζει τη σύνθεση της κυβέρνησής του, αλλά και γιατί εμπεριέχει υπαινιγμό υπό την έννοια ότι ουδείς υπουργός Εξωτερικών δεν αυτενεργεί -και μάλιστα σε τόσο σημαντικά θέματα- αν δεν έχει το ΟΚ από τον πρωθυπουργό του.
Δεύτερον, ως προς τα ελληνοτουρκικά εγείρονται πλέον ορισμένα ερωτήματα, κυρίως μετά την τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη, στην ίδια συνέντευξη, την οποία και παραθέτω: «Άρα αυτή τη στιγμή, περιθώριο να συζητήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος τη ΜΙΑ διαφορά με την Τουρκία (δηλαδή οριοθέτηση ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδας) από τη στιγμή που η Τουρκία θέλει να συζητήσουμε και άλλα πράγματα και ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΙΑΤΕΘΕΙΜΕΝΟΙ, σημαίνει ότι στον τομέα αυτό δεν έχει επιτευχθεί καμία πρόοδος». Τα «καλά νέα», λοιπόν, είναι ότι έχουμε την πρώτη επίσημη και σαφή ελληνική απάντηση, στις πολλαπλές δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, με τις οποίες υποστηρίζει ότι η μόνη λύση για το Αιγαίο είναι «λύση πακέτο», δηλαδή περιλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων που προβάλλει η Άγκυρα στις οποίες περιλαμβάνεται η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας, οι γκρίζες ζώνες και η «τουρκική» μειονότητα στη Θράκη και αλλού εντός ελληνικού εδάφους. Δεν θα με εξέπληττε καθόλου, αν αυτό στην πραγματικότητα δεν συνιστά με έναν τρόπο «πάγωμα» του διαλόγου παρότι οι προγραμματισμένες διμερείς συναντήσεις σε όλα τα επίπεδα, είναι ιδιαιτέρως πυκνές, στους επόμενους μήνες. Τα «κακά νέα» συνίστανται στο γεγονός ότι αργά ή γρήγορα οι συζητήσεις θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο, άρα ενδέχεται η τουρκική πλευρά να αποχωρήσει, καταλογίζοντας την ευθύνη στην Αθήνα και αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι διαθέτει πολλά master στο προς τη Δύση παιχνίδι, ότι εκείνη είναι το «καλό παιδί» της υπόθεσης.
Τρίτον, πώς μπήκαμε σ’ αυτό το παιχνίδι, εννοώ στη βάση ποιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής, όταν είναι γνωστό ότι (όπως μου λέει ιδιαιτέρως έμπειρος διπλωμάτης), «είναι τόσα τα θέλω της Τουρκίας που καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να τα συναντήσει». Προσέξτε τι συνέβη ακριβώς. Ο υπουργός Εξωτερικών της γείτονος απέρριψε κατ’ εξακολούθηση, το ελληνικό δόγμα περί μίας και μόνης διαφοράς και την «αφωνία» του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών επί σειρά ημερών διέκοψε εμφατικά αλλά με καθυστέρηση, η δημόσια τοποθέτηση του πρωθυπουργού. Εν συνεχεία ο Τούρκος υπουργός Άμυνας ισχυρήσθηκε ότι το ιταλικό ερευνητικό που ενεργώντας κατ’ εντολήν της κυβέρνησής μας, ζήτησε άδεια για τις έρευνες που επιχειρούσε στην Κάσο (σε ελληνική υφαλοκρηπίδα για την πόντιση υπόγειων καλωδίων ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου) από τις τουρκικές αρχές, την οποία έλαβε αφού απεδέχθη τον τουρκικό ισχυρισμό ότι οι έρευνες γίνονται σε «τουρκική υφαλοκρηπίδα». Αληθεύει άραγε;
Τέταρτον, εστιάζοντας στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, παρατηρούμε ότι στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τόσο στις δημόσιες όσο και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, αναγνωρίζουν ότι η διαγραφή Σαμαρά τραυμάτισε την παράταξη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τραύμα σε ήδη υπάρχον τραύμα. Η εικόνα που σχηματοποιείται είναι ότι στις πρόσφατες ευρωεκλογές, η κυβερνώσα παράταξη δεν έχασε τη «μοναδικότητα» υπό την έννοια ότι αυτή τη στιγμή εξακολουθεί να συνιστά τη μόνη αξιόπιστη κυβερνητική λύση, ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει άλλον αντίπαλο ως καταλληλότερο πρωθυπουργό πέραν του ΚΑΝΕΝΟΣ. Έχασε όμως την «παντοδυναμία». Δεν υπάρχουν πιστεύω φυγόκεντρες δυνάμεις στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κυβερνώντος κόμματος, ωστόσο δεν θα μπορούσα να αποκλείσω το ενδεχόμενο να πυκνώσουν ή και να ενταθούν οι γνωστές ενστάσεις βουλευτών της που θεωρούν ότι πέραν των εθνικών θεμάτων, η κατάσταση «έχει ξεφύγει» σε όλο το φάσμα των παραγόντων οι οποίοι συνδέονται με την ακρίβεια και «κάνουν κόλαση» τη ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Και αυτές, όσο μειώνεται ο χρόνος προς τις εθνικές κάλπες, δεν θα είναι πλέον διαχειρίσιμες με τεχνοκρατικού χαρακτήρα ευρήματα ή με συνταγές επιπέδου… ασπιρίνης.
Πέμπτο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση επιστρέφει στον εκλογικό νόμο Παυλόπουλου, δηλαδή «μπόνους» 50 εδρών στο κόμμα που προηγείται άρα αυτοδυναμία με 35% -εκτός και αν αναζητήσει άλλες λύσεις στο πεδίο του «ευφάνταστου» -και πάλι την αυτοδυναμία, με τα σημερινά δεδομένα, δεν την έχει στο «τσεπάκι». Ήδη άνοιξε η συζήτηση για το ενδεχόμενο κυβερνήσεων συνεργασίας. Από τις πρώτες που πήραν θέση (αξιοσημείωτη εννοώ) είναι η Άννα Διαμαντοπούλου, η οποία (Meeting Point, Newsbomb.gr) εξέφρασε την άποψη ότι εφόσον προκύψει θέμα, από πλευράς ΠΑΣΟΚ, το υπέρτατο κριτήριο θα πρέπει να είναι «το συμφέρον της χώρας».
Αυτές, λοιπόν, είναι λίγο πολύ οι παράμετροι που θα καθορίσουν τις μελλοντικές εξελίξεις πλην απροόπτου γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα έλθουν τα πάνω-κάτω.