Οι ορυκτές πρώτες ύλες οδηγούν εξαγωγές και οικονομική ανάπτυξη
Σε μια εποχή που η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση και οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί έχουν διαταράξει τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, τα μέταλλα και τα ορυκτά αναδεικνύονται σε πηγές ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
Πολύ χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο χαλκός τον οποίο ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας χαρακτηρίζει ακρογωνιαίο λίθο της ηλεκτροκίνησης, προβλέποντας ότι η ζήτηση για το μέταλλο θα σημειώσει αύξηση τις επόμενες δύο δεκαετίες που θα ξεπεράσει του 40%.
Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει για την Ελλάδα, με το πλούσιο σε ορυκτούς πόρους υπέδαφός της, μια ιστορική ευκαιρία να αναπτύξει μια νέα πηγή ανάπτυξης με μακροπρόθεσμες προοπτικές και υψηλά πολλαπλασιαστικά οφέλη.
Ιστορικά, η Ελλάδα έχει αποτελέσει σημαντικό μεταλλευτικό κέντρο διεθνώς, ιδίως με τη βορειοανατολική Χαλκιδική που αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες παραγωγής χρυσού σε παγκόσμια κλίμακα και σημείο αναφοράς στην αναπτυξιακή δυναμική της Β. Ελλάδας. Η περιοχή διατηρεί ένα ισχυρό μεταλλευτικό δυναμικό με πάνω από 1 εκατομμύριο τόνους σε αποθέματα χαλκού, μαζί με τα πλούσια κοιτάσματα χρυσού, αργύρου και βασικών μετάλλων όπως ο μόλυβδος και ο ψευδάργυρος.
Παρά την ορατή στροφή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας μας προς τις υπηρεσίες και ιδιαίτερα τον τουρισμό, η βιομηχανία, και η μεταλλευτική δραστηριότητα ως βασικός πυλώνας της, εξακολουθούν να δίνουν ισχυρή ώθηση στην ελληνική οικονομία, κάτι που περίτρανα επιβεβαιώθηκε την διετία της πανδημίας. Σε αυτό το περιβάλλον, η επένδυση της Ελληνικός Χρυσός έχει τη δυναμική να μετατρέψει και πάλι την περιοχή σε έναν από τους πρωταγωνιστές σε διεθνές επίπεδο.
Στην πλήρη της ανάπτυξη, θα επιτρέψει στα Μεταλλεία Κασσάνδρας να αναδείξουν το δυναμικό της περιοχής και να καταστήσουν την Ελλάδα την 3η παραγωγό χώρα χρυσού στην Ευρώπη με ετήσια παραγωγή 215.000 ουγκιές χρυσού μαζί με τη Σουηδία (260.421 ουγκιές) και τη Φινλανδία (247.560 ουγκιές).
Η ολοκλήρωση της επένδυσης θα αναπτύξει μια εξωστρεφή παραγωγική δραστηριότητα που θα ξεπεράσει σε αξία τα 11 δισ. ευρώ, δημιουργώντας πολλαπλά οφέλη οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Με την κινητοποίηση πρόσθετων κεφαλαιουχικών επενδύσεων 1,9 δισ. δολαρίων και τη δημιουργία 3.000 μόνιμων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, η απόδοση στα κρατικά έσοδα εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ έσοδα μέσω φόρων και τελών, ενώ η απόδοση στην τοπική κοινωνία θα ξεπεράσει τα 191 εκ. ευρώ σε μεταλλευτικά τέλη προς την τοπική κοινωνία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των μεταλλείων.
Πριν από λίγες μέρες, ολοκληρώθηκε ένα σημαντικό βήμα που φέρνει πιο κοντά την υλοποίηση των παραπάνω, με την υπογραφή της εντολής ανάθεσης σε σχήμα ελληνικών τραπεζών, για χρηματοδότηση ύψους 680 εκ. ευρώ. Πρόκειται για μια κομβικής σημασίας εξέλιξη που φέρνει πιο κοντά τη λήψη της τελικής επενδυτικής απόφασης για την έναρξη των κατασκευών του υπερσύγχρονου μεταλλείου των Σκουριών και την πλήρη ανάπτυξη των Μεταλλείων Κασσάνδρας.
Εκτός όμως από το ύψος των ωφελειών της συγκεκριμένης επένδυσης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, αξίζει να αναδειχθεί ακόμα μια παράμετρος, η σταθερότητα και η διατηρησιμότητα στην απόδοσή τους. Όπως αναδείχθηκε και παραπάνω, η βιομηχανική ανάπτυξη των επόμενων δεκαετιών θα συνοδευτεί από αυξημένες ανάγκες σε ορυκτές πρώτες ύλες, γεγονός που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το πλούσιο υπέδαφος της Ελλάδας -και ιδιαίτερα της ΒΑ Χαλκιδικής- μπορεί να αποτελέσει μια πηγή εσόδων για την εθνική και την τοπική κοινωνία πάνω στην οποία θα μπορεί να βασιστεί για δεκαετίες και να υλοποιήσει πολιτικές με μεγαλύτερη ασφάλεια. Επιπρόσθετα, η σταθερότητα της απόδοσης των μεταλλευτικών εσόδων, μπορεί να αποτελέσει και αντίβαρο στις κυκλικές διακυμάνσεις άλλων κλάδων (πχ τουρισμός) οι οποίοι εμφανίζουν μεγαλύτερη αβεβαιότητα και είναι εκτεθειμένοι στις γεωπολιτικές συνθήκες.
Υπό αυτό το πρίσμα, το επενδυτικό σχέδιο της Ελληνικός Χρυσός, αποτελεί εκτός από μια από τις ιστορικά μεγαλύτερες άμεσες ξένες επενδύσεις στην χώρα, μια ανθεκτική και αξιόπιστη πηγή δημιουργίας αξίας για τουλάχιστον τις επόμενες δυο δεκαετίες.