Νέες προοπτικές από το άνοιγμα των εξαγωγών φρούτων στην Κίνα
Ειδικότερα,το υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από συντονισμένες προσπάθειες των αρμόδιων υπηρεσιών του και με στόχο το άνοιγμα νέων αγορών για εξαγωγές ελληνικών φρούτων σε αγορές Τρίτων Χωρών, απέστειλε, μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών του υπουργείου Εξωτερικών (Γραφείο Εμπορικού Ακόλουθου στο Πεκίνο) στην αρμόδια κινεζική Αρχή AQSIQ (General Administration of Quality Supervision, Inspection and Quarantine) τους τεχνικούς φακέλους που αφορούν στην έναρξη διαδικασίας για την εξασφάλιση δυνατότητας εξαγωγής τεσσάρων ειδών ελληνικών φρούτων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Τα φρούτα αυτά είναι τα επιτραπέζια σταφύλια, τα δαμάσκηνα, τα κεράσια και τα πορτοκάλια. Έτσι, μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών, εκτός από το ακτινίδιο που οι εξαγωγές του στην Κίνα έχουν εγκριθεί από το 2012, ανοίγει η αγορά στη χώρα αυτή και για τα τέσσερα παραπάνω φρούτα. Το σχετικό ενδιαφέρον από την πλευρά των εξαγωγέων και τα αιτήματα εξαγωγής εκκρεμούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά τα τεχνικά προβλήματα ξεπεράστηκαν και τα επίσημα αιτήματα κατατέθηκαν στην κινεζική Αρχή.
Παράλληλα, όπως αναφέρει το υπουργείο, ανάλογα αιτήματα και ενδιαφέρον για εξαγωγές νωπών φρούτων υπάρχουν και για άλλες Τρίτες Χώρες (π.χ. Ινδία, Κορέα, κλπ) και οι ελληνικές Αρχές θα ανταποκριθούν προς όφελος των ελληνικών εξαγωγών και της εμπορικής διεξόδου των Ελλήνων παραγωγών και συσκευαστών/εξαγωγέων, ιδιαίτερα μετά και την επιβολή του ρωσικού εμπάργκο.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής λειτουργιών του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), Νίκος Αρχοντής, δηλώνει ότι ο συντονισμός των ενεργειών των υπουργείων Παραγωγικής Ανασυγκρότησης και Εξωτερικών προς την κατεύθυνση αυτή, αποτελεί ενθαρρυντική εξέλιξη, ευελπιστώντας ότι θα ακολουθήσουν και νέες τέτοιες προσπάθειες.
Όπως υπογραμμίζει, η επέκταση της διμερούς συμφωνίας συνεργασίας με τις κινεζικές Αρχές για την πιστοποίηση ποιότητας των ελληνικών οπωροκηπευτικών είναι ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, «ειδικά μετά από μία μακρά περίοδο σημαντικής υποχώρησης των ελληνικών εξαγωγών προς την κινεζική αγορά.
Ενδεικτική είναι η μείωση των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς την Κίνα κατά σχεδόν 35% το 2014, τάση που συνεχίστηκε και στις αρχές του 2015 (-23% στο πρώτο τρίμηνο του έτους)».
Επίσης,ο κ. Αρχοντής τονίζει ότι πάγιο αίτημα του ΠΣΕ αποτελεί η ενίσχυση του ρόλου της οικονομικής διπλωματίας της χώρας, με στόχο την ενίσχυση διμερών συμφωνιών, ειδικά με κρίσιμες αγορές-στόχους, μεταξύ των οποίων η Κίνα, η Ρωσία και οι πιο δυναμικά αναπτυσσόμενες αγορές, όπως της Λατινικής Αμερικής, της Βόρειας και Υποσαχάριας Αφρικής, της Κεντρικής και Ανατολικής Ασίας.
«Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι τα προϊόντα του αγροτικού τομέα, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, αντιστοιχούν στο 27% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών, με τον τομέα των οπωροκηπευτικών να αποτελεί τη ναυαρχίδα της συγκεκριμένης κατηγορίας αγαθών.
Ποσοστό σχεδόν 72% των αγροτικών προϊόντων προορίζεται στις χώρες της ΕΕ και το υπόλοιπο 28% σε Τρίτες Χώρες, με κυριότερες τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τις χώρες των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Και προσθέτει: «Αντίστοιχα, οι χαμηλότερες επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών σε μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, όπως η Υποσαχάρια Αφρική, η Κεντρική και Ανατολική Ασία, αλλά και η Λατινική Αμερική, εξαιτίας και των απαγορευτικών σε πολλές περιπτώσεις αποστάσεων (ειδικά για τα νωπά προϊόντα) και κόστους μεταφοράς, αναδεικνύει τις αγορές που προϋποθέτουν και πιο επιθετικές μορφές προώθησής τους, μεταξύ των οποίων ασφαλώς και οι διακρατικές συμφωνίες».
Σύμφωνα με τον κ. Αρχοντή, «το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι η προώθηση των ελληνικών προϊόντων να γίνεται, βάσει σχεδίου, βάσει μίας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής εξωστρέφειας, ώστε να είναι αποτελεσματική και προς ουσιαστικό όφελος των Ελλήνων εξαγωγέων, οι οποίοι συχνά, λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην οικονομία της χώρας, επωμίζονται πρόσθετα βάρη και σε όρους ρευστότητας, όπως προκαταβολές για εισαγωγή πρώτων υλών, επιμήκυνση περιόδων αποπληρωμής για εξαγωγές, κ.ά.)».
Από την πλευρά του, ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas, Γιώργος Πολυχρονάκης, χαιρετίζει την αποφασιστικότητα της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΠΕΝ, ευελπιστώντας ότι θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε ετοιμότητα, «ώστε να υλοποιηθεί η δέσμευση της ότι οι εν λόγω φάκελοι μαζί με αυτόν των ακτινιδίων θα χρησιμεύσουν πιλοτικά και για άλλες ασιατικές χώρες, πέραν της Κίνας, καθώς οι απαιτήσεις που προβάλλονται σε θέματα φυτοϋγειονομικής προστασίας, είναι παραπλήσιες και υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον».
Ο κ. Πολυχρονάκης σημειώνει ότι η αγορά της Κίνας έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για τα ελληνικά γεωργικά προϊόντα υψηλής ποιοτικής και ανταγωνιστικής παρουσίας στην παγκόσμια αγορά και, ιδιαίτερα, για τα ακτινίδια, τα κεράσια, τα πορτοκάλια, τα δαμάσκηνα, τα επιτραπέζια σταφύλια, τα μανταρίνια (κλημεντίνες κλπ) και τα πράσινα μήλα.
«Από τα παραπάνω, τα ακτινίδια αποτελούν το μοναδικό προϊόν για το οποίο έχουμε καταφέρει, μέχρι σήμερα, ως χώρα να λάβουμε έγκριση εισαγωγής στην Κίνα με πρωτόκολλο που υπεγράφη το 2008 και ενεργοποιήθηκε το 2011», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Πολυχρονάκης.
«Σημειώνεται ότι ήδη από την εμπορική περίοδο 2011/2012, το ελληνικό ακτινίδιο έχει μία πολύ καλή παρουσία στις αγορές της Κίνας, με αποτέλεσμα την εμπορική περίοδο 2013/2014, να εξαχθούν συνολικά 2.211 τόνοι, αξίας 3.068.018 ευρώ, από δέκα εξαγωγικούς φορείς που έχουν ελεγχθεί και εγκριθεί από το αρμόδιο κινεζικό υπουργείο, ενώ για την τρέχουσα περίοδο 2014/2015 εκτιμάται ότι θα υπερβούν τους 4.000 τόνους», τονίζει ο κ. Πολυχρονάκης, συμπληρώνοντας, μεταξύ άλλων: «Η παρουσία μας στην εν λόγω αγορά, μας έδωσε το μήνυμα ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον και για εισαγωγή και των υπολοίπων ανωτέρω αναφερόμενων προϊόντων (κεράσια, δαμάσκηνα, επιτραπέζια σταφύλια, μανταρίνια και πορτοκάλια).
Ο σύνδεσμος εκτιμά ότι η Κίνα θα αποτελεί στο μέλλον έναν από τους κύριους παραλήπτες ορισμένων οπωροκηπευτικών προϊόντων μας, γι' αυτό και η αγορά της θα πρέπει να προσεχθεί και να επιδιωχθεί η διατήρηση της φήμης των ελληνικών προϊόντων και η αύξηση του μεριδίου μας σ' αυτήν, άμεσα και όχι μετά από 2-4 έτη, όταν πια οι ανταγωνιστές μας θα έχουν πλήρως επικρατήσει και εγκατασταθεί στην αγορά».
Ο κ. Πολυχρονάκης επισημαίνει ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, «παρατηρούνται καθυστερήσεις στην υποβολή αιτήσεων για υπογραφή πρωτοκόλλων φυτοϋγείας με χώρες, κυρίως, της Ασίας που ενδιαφέρονται για εισαγωγή ελληνικών προϊόντων, με κίνδυνο να χάνονται αγορές από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις προς όφελος των ανταγωνιστών μας».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Πολυχρονάκης αναφέρει ότι η Ινδία, το Βιετνάμ, η Ιαπωνία, η Ταϊλάνδη, το Ταϊβάν, η Νότιος Κορέα, η Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, καθώς και η Αργεντινή, έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να εισάγουν προϊόντα από την Ελλάδα.