Η «κούρσα» των πολυεθνικών στο Ιράν
Πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε αφθονία, απαρχαιωμένες υποδομές, ανάγκη για ανανέωση στους τομείς της αεροναυπηγικής, των αερομεταφορών, της αυτοκινητοβιομηχανίας, δίψα για καταναλωτικά προϊόντα, οι πολυεθνικές αδημονούν να επιστρέψουν ή να εγκατασταθούν στο Ιράν μετά την άρση των κυρώσεων, έχοντας εξασφαλισμένα λιγότερα ή περισσότερα αβαντάζ, ανάλογα με την ποιότητα των σχέσεων των χωρών από τις οποίες προέρχονται με την Τεχεράνη.
Μετά τη συμφωνία ανάμεσα στο Ιράν και τις μεγάλες δυνάμεις για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης τον περασμένο Ιούλιο, Γερμανοί, Γάλλοι και Ιταλοί έσπευσαν να στείλουν πολιτικές και εμπορικές αποστολές για να προσπαθήσουν να ξανακερδίσουν το χαμένο έδαφος απέναντι στο αναδυόμενες οικονομίες όπως η Κίνα και η Τουρκία , αλλά και στη Ρωσία, στη χώρα αυτήν των 80 εκατομμυρίων κατοίκων και με την οποία Ιαπωνία φρόντισε να διατηρήσει φιλικές σχέσεις στα πιο σκοτεινά χρόνια της διεθνούς απομόνωσης.
Για παράδειγμα, η Ομοσπονδία Εξωτερικού Εμπορίου της Γερμανίας, η BGA, θεωρεί ότι θα είναι δύσκολο για τη Γερμανία να ξαναγίνει ο μεγαλύτερος εταίρος του Ιράν, όπως πριν από την επιβολή των κυρώσεων, αφού η Κίνα έχει στο μεταξύ καταλάβει το κενό.
Η Κίνα, ο πρώτος αγοραστής του ιρανικού πετρελαίου, διατηρεί ισχυρό ενδιαφέρον να συνεργασθεί με το Ιράν για να εκμεταλλευθεί το σύνολο των δυνατοτήτων σύμπραξης στο τομέα των υποδομών και την ανάπτυξη των δυνατοτήτων παραγωγής, δήλωσε πρόσφατα ο υφυπουργός Εξωτερικών της Κίνας που επισκέφθηκε το Ιράν.
Η Γερμανία ελπίζει να εξασφαλίσει για τα αμέσως επόμενα χρόνια εξαγωγές ύψους 5 έως 10 δισεκατομμυρίων ευρώ προς το Ιράν, κυρίως στον τομέα των εργαλειομηχανών .
Αμερικανικές εταιρείες, όπως η Boeing και η General Electric, συμμετέχουν επίσης στην κούρσα, αλλά με το χάντικαπ της απουσίας διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Τεχεράνη εδώ και 35 χρόνια και την απόφαση των ΗΠΑ να διατηρήσουν τμήμα των κυρώσεων στον πετρελαϊκό τομέα κατά κάθε εταιρείας για την οποία υπάρχουν υποψίες ότι χρηματοδοτεί την τρομοκρατία.
Από την πλευρά του το Ιράν έχει ανάγκη από ξένους επενδυτές για να εκσυγχρονίσει τις υποδομές του, να μειώσει το μερίδιο του κράτους σε μία οικονομία που είναι εξαντλημένη από τις κυρώσεις, την ύφεση , την πτώση των τιμών του πετρελαίου, την ανεργία και τον καλπάζοντα πληθωρισμό.
Η Ρωσία, ιστορικός σύμμαχος του Ιράν, διαθέτει ένα προβάδισμα στους στρατηγικούς τομείς της ενέργειας και των υποδομών. Έχει εξασφαλίσει την κατασκευή των δύο νέων πυρηνικών αντιδραστήρων του σταθμού του Μπουσέρ και την πώληση από την κρατική κοινοπραξία Rostec πυραύλων S-300.
Η Μόσχα και η Τεχεράνη θέλουν να αυξήσουν σε 10 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως τις εμπορικές τους ανταλλαγές, έναντι 1,6 δισεκατομμυρίου δολαρίων σήμερα. Η Ρωσία, ο πρόεδρος της οποίας επισκέφθηκε την Τεχεράνη την Νοέμβριο, είναι έτοιμη να αποδεσμεύσει πιστωτική γραμμή ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τη γείτονα και σύμμαχό της.
Την ίδια στιγμή, η ρωσική δημόσια εταιρεία σιδηροδρόμων είναι έτοιμη να αναλάβει την ηλεκτροδότηση του ιρανικού σιδηροδρομικού δικτύου έναντι εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων.
Η Siemens ανακοίνωσε την υπογραφή πρωτοκόλλου συμφωνίας με την Τεχεράνη για τη βελτίωση των σιδηροδρομικών υποδομών. Η αμερικανική GE ετοιμάζεται επίσης να μπει στο παιγνίδι.
Στον τομέα της αεροναυπηγικής ανταγωνίζονται η ευρωπαϊκή Airbus με την αμερικανική Boeing . Η πρόσφατη επίσκεψη του ιρανού προέδρου στη Γαλλία κατέληξε στην υπογραφή πρωτοκόλλου συμφωνίας με την Airbus για την αγορά 114 αεροσκαφών , κυρίως Α-320, Α-321 και Α 330, παράδοσης 2017. Από το 2020 θα αρχίσει να παραλαμβάνει Airbus Α-350 και Α-380.
Στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι γαλλικές εταιρείες διατηρούν το προβάδισμα.Στο Παρίσι η ιρανική αντιπροσωπεία υπέγραψε συμβόλαια με τις εταιρείες Peugeot και Renault.
Όμως, το Ιράν αποτελεί μία αγορά ενός εκατομμυρίου αυτοκινήτων, με προοπτική φθάσει το 1,5 έως 2 εκατομμύρια, δίνοντας χώρο τόσο στις γερμανικές ανταγωνίστριες (BMW, Daimler, Volkswagen...), όσο και στην ιαπωνική Toyota που «παρακολουθεί από κοντά την κατάσταση».