Βαρύ πρόστιμο σε Έλληνα εφοπλιστή από την αμερικανική δικαιοσύνη

Ποινή παραδειγματισμού προς όσους εφοπλιστές νομίζουν ότι τα κέρδη τους είναι υπεράνω κανόνων και ηθικής, επέβαλε η αμερικανική δικαιοσύνη στον Έλληνα εφοπλιστή, Ευάγγελο Αγγελάκο.

...ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΡΜΕΝΙΖΟΥΝ ΣΕ ΠΕΛΑΓΗ «ΑΣΥΔΟΣΙΑΣ»

Στην περίπτωση του κ. Αγγελάκου συνοψίζονται χαρακτηριστικά για τα οποία δεν μπορεί να είναι περήφανη η ελληνική ναυτιλία, όσο κι αν προσπαθούν οι ισχυροί εκπρόσωποί της να πείσουν για τον «αγγελικά πλασμένο» κλάδο τους. Κακοσυντηρημένα πλοία, με συστήματα που δεν λειτουργούν, απόρριψη αποβλήτων στη θάλασσα και περιβαλλοντική ρύπανση, προκειμένου να γλιτώσουν από το αντίστοιχο κόστος των ορθών διαδικασιών, προτίμηση σε άλλες σημαίες πλην της ελληνικής, προσπάθεια συγκάλυψης και εξαπάτησης των αμερικανικών αρχών, με αποτέλεσμα να κατηγορούνται ναυτικοί. Αντίθετα, όμως, με όσα έχουν συνηθίσει στην Ελλάδα οι «ιερές αγελάδες» του εφοπλισμού και το δίχτυ προστασίας, το οποίο εμφανίζεται κάθε φορά που κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει το σκανδαλώδες καθεστώς (φορολογικής) προστασίας που τους παρέχει το κράτος, ο Αμερικανός δικαστής ήταν αμείλικτος.

Έτσι, επέβαλε πρόστιμο 1,3 εκατ. δολαρίων συν 200.000 δολάρια για παροχή κοινοφελούς εργασίας (1,5 εκατ. δολάρια στο σύνολο), στις εταιρείες συμφερόντων Αγγελάκου «Angelakos Hellas S.A.» και «Gallia Graeca Shipping LTD», για εσκεμμένη απόρριψη πετρελαϊκών αποβλήτων από το φορτηγό πλοίο «Gallia Graeca» σε αμερικανικά ύδατα, για προσπάθεια απόκρυψης της ρύπανσης και εξαπάτησης των αμερικανικών αρχών.

«Αυτές οι εταιρείες ακολουθούσαν μία πολιτική ψεύδους και ανομίας, η οποία άφησε τα σημάδια της ρύπανσης στον Ειρηνικό Ωκεανό. Γνωρίζοντας ότι η Ακτοφυλακή θα ερευνούσε το πλοίο, η διοίκηση της εταιρείας προέτρεψε τον Α΄ μηχανικό να παρουσιάσει παραποιημένα έγγραφα. Τα σημαντικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε αυτή την υπόθεση στέλνουν ένα σαφές μήνυμα σε αυτούς που καταστρέφουν το περιβάλλον, βάζοντας τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα πάνω από τους νόμους μας, ότι θα τίθενται ενώπιον των ευθυνών τους» ανέφερε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας Annette L. Hayes.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Το πλοίο «Gallia Graeca», τον Oκτώβριο του 2015, ταξίδευε στον Ειρηνικό Ωκεανό, από την Κίνα με προορισμό το λιμάνι του Σιάτλ, προκειμένου να παραλάβει φορτίο σόγιας αξίας 20 εκατ. δολαρίων. Το πλοίο ανήκε στην κυπριακή εταιρεία «Gallia Graeca Shipping LTD», με διαχειρίστρια εταιρεία την ελληνική «Angelakos Hellas S.A.», και οι δύο συμφερόντων του εφοπλιστή και πρώην δημάρχου Οινουσσών, Ευάγγελου Αγγελάκου.

Σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έγινε απόρριψη 5.000 γαλονιών σεντινόνερων (νερού αναμειγμένου με πετρέλαιο, πρόκειται για απόβλητα που συγκεντρώνονται στο χαμηλότερο σημείο του πλοίου). Την παράνομη πράξη αντιλήφθηκε η ακτοφυλακή των ΗΠΑ. Στο επίσημο αρχείο του πλοίου δεν είχε δηλωθεί τέτοιο συμβάν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Οι έρευνες, όμως, εντόπισαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι σεντινόνερα είχαν απορριφθεί τρεις φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έως την άφιξη στον προορισμό του. Aπό τον έλεγχο που διεξήχθη, προέκυψε πως δεν είχε συντηρηθεί η συσκευή διαχωρισμού του νερού από το πετρέλαιο. Όταν οι μηχανικοί του πλοίου υποχρεώθηκαν να δείξουν τον ειδικό μηχανισμό διαχωρισμού στην Aκτοφυλακή, το έκαναν με καλοσχεδιασμένο τρόπο ώστε να φανεί ότι είναι σε λειτουργία και να μην αντιληφθούν τίποτα οι αμερικανικές αρχές. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, το δικαστήριο έκρινε ενόχους για την κατηγορία της απάτης τον Α΄ και Β΄μηχανικό του πλοίου, μαζί με τις εταιρείες του Αγγελάκου.

Συγκεκριμένα, ο δικαστής John Coughenour έκρινε ένοχες τις δύο εταιρίες για παραβίαση του νόμου περί αποτροπής της μόλυνσης από πλοία, παραποίηση στοιχείων σε ομοσπονδιακή έρευνα και απάτη κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, και τους επέβαλε συνολικά πρόστιμα ύψους 1.300.000 δολαρίων, συν 200.000 δολάρια που θα πρέπει να καταβάλουν σε δύο ιδρύματα των ΗΠΑ για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ στους δύο μηχανικούς που κρίθηκαν ένοχοι για παραποίηση εγγράφων, επιβλήθηκε μικρή ποινή φυλάκισης. Παράλληλα, ο δικαστής έθεσε τις δύο εταιρείες σε καθεστώς παρακολούθησης για πέντε χρόνια, στη διάρκεια των οποίων θα κληθούν να υλοποιήσουν δράσεις συμμόρφωσης προς την περιβαλλοντική νομοθεσία.

Σχετικές ειδήσεις