Σε απόγνωση το ελληνικό νοικοκυριό, με σπίτι, αυτοκίνητο αλλά χωρίς λεφτά!
Η οικογένεια, αν και εξασθενημένη, δρα ακόμη ως δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της τακτικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη χρηματοδότηση και κατανάλωση των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με την έρευνα, αν και, σε σχετικά μεγάλο βαθμό, τα ελληνικά νοικοκυριά ζουν σε δικό τους σπίτι και έχουν αυτοκίνητο (και αρκετοί εξοχικό), οι τραπεζικές καταθέσεις τους είναι κατά κανόνα πολύ χαμηλές, και συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Προκύπτει ακόμη μεταξύ άλλων ότι:
Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό είχε συσσωρεύσει χρέος 15,1 χιλιάδες ευρώ. Όσοι είχαν λάβει στεγαστικό δάνειο, είχαν χρεωθεί με 43,7 χιλιάδες ευρώ και όσοι είχαν καταναλωτικά δάνεια με 4,6 χιλιάδες ευρώ. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά το ποσοστό των νοικοκυριών με τραπεζικό χρέος σε 27,1%, (42,4% στην Ευρωζώνη), με ανάλογη μείωση και του υπολοίπου του δανείου, καθώς οι νέες εκταμιεύσεις δανείων, είτε στεγαστικών είτε καταναλωτικών, περιορίσθηκαν σημαντικά ή και εκμηδενίστηκαν.
- Το μέσο χρέος του ελληνικού νοικοκυριού το 2014 ανερχόταν σε 12,1 χιλιάδες ευρώ, ενώ στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο νοικοκυριό επιβαρύνεται με χρέος 28,2 χιλιάδες ευρώ.
- Ο λόγος χρέους προς διαθέσιμο εισόδημα που είναι 53,3% στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερος της Ιρλανδίας (102,1%), της Ισπανίας (141,8%), της Πορτογαλίας (198,5%), της Ολλανδίας (177,1%) και της Κύπρου (251%). Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, ότι τα ελληνικά νοικοκυριά κατά κανόνα δεν είναι υπερχρεωμένα, αν και συναντούν μεγαλύτερη δυσκολία στην εξυπηρέτηση των δανείων τους, και η ρευστότητα τους είναι πολύ πιο συμπιεσμένη, σε σχέση με τα νοικοκυριά στην Ευρωζώνη.
-Το 3,2% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, έναντι 5,2% στην Ευρωζώνη, έχουν καθαρή αρνητική θέση περιουσίας, δηλαδή τα χρέη τους είναι μεγαλύτερα της περιουσίας τους. Σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια, ακόμη και στα ανώτατα, υπάρχουν νοικοκυριά που έχουν αρνητική καθαρή θέση περιουσίας, η οποία κορυφώνεται σε περιπτώσεις που ο οικογενειάρχης είναι ιδιοκτήτης σπιτιού και εξυπηρετεί στεγαστικό δάνειο, είναι σχετικά νεότερος σε ηλικία και έχει μεγαλύτερη οικογένεια.
-Το 2014 μόνο το 13,5% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, έναντι 45,1% στην Ευρωζώνη, έχει τη δυνατότητα να αποταμιεύει σε τακτική βάση. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη.
"Μετά από μία δεκαετία ευημερίας με δανεικά, τα ελληνικά νοικοκυριά, από το 2009 και μετά, έχουν υποστεί μία από τις μεγαλύτερες, σε καιρό ειρήνης, απομειώσεις του βιοτικού τους επιπέδου, του εισοδήματος και της περιουσίας τους", καταλήγει ο ΣΕΒ και προσθέτει: "Στα ασθενέστερα, ιδίως, οικονομικά στρώματα, η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός προβάλλουν ως παγιωμένες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με την ταχεία επιστροφή συνθηκών υγιούς ανάκαμψης της ιδιωτικής οικονομίας. Για τη μεγάλη μάζα των νοικοκυριών, πάντως, οι προκλήσεις από την χειροτέρευση των κοινωνικοοικονομικών τους χαρακτηριστικών αντιμετωπίζονται χωρίς να προκαλούνται συστημικές ασυνέχειες".
Οπως σημειώνεται οι αντοχές, βεβαίως, εξαντλούνται και οι νέοι, κυρίως, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο εργασιακό περιβάλλον που τους εμποδίζουν να φτιάξουν την ζωή τους. Σε κάθε περίπτωση, τα προβλήματα δεν λύνονται μόνο με την ανακατανομή εισοδημάτων από τους περισσότερο στους λιγότερο ικανούς ή τυχερούς στην παραγωγική διαδικασία.
Το μόνο που κάνει η πολιτική αυτή είναι να διαιωνίζει την φτώχεια και την ανημπόρια, με την υπερφορολόγηση των πιο παραγωγικών στρωμάτων να στερεί από τους ανθρώπους που υποφέρουν, τις δουλειές που θα τους βοηθήσουν να ορθοποδήσουν.
Επιπλέον, η διατήρηση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων είναι αντιπαραγωγική καθώς εμποδίζει τα ελληνικά νοικοκυριά να επενδύουν τις αποταμιεύσεις τους κατά το δοκούν, εξασθενώντας την ροπή προς αποταμίευση καθώς οι επιλογές εναλλακτικών τοποθετήσεων, μετά την κατάρρευση και της οικοδομής, είναι περιορισμένες.
Αλλά ούτε και οι ξένοι επενδυτές θα επιλέξουν να φέρουν τα λεφτά τους σε μία χώρα όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ροές κεφαλαίων με το εξωτερικό είναι διασφαλισμένες.
Ταυτόχρονα, το κόστος για την οικονομία είναι τεράστιο καθώς οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κωλυσιεργεί στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, μιας και δεν υπάρχουν σοβαρές πιέσεις μαζικής φυγής των καταθέσεων από τις τράπεζες κάθε φορά που αυξάνεται η αβεβαιότητα, όπως γινόταν πριν την επιβολή τους.
Το οικονομικό κλίμα υποχώρησε στις 92,9 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2017, κυρίως λόγω της σημαντικής πτώσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε επίπεδα 2012, αλλά και της κάμψης των προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο. Η ανάκαμψη του όγκου λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων που είχε αρχίσει από το 3ο τρίμηνο του 2016 (+3,7%), αποδυναμώθηκε ελαφρά το τελευταίο τρίμηνο του 2016 (+2,3%), λόγω της σημαντικής υποχώρησης που σημειώθηκε τον Δεκέμβριο 2016 (-0,9%).
Διαβάστε εδώ το Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία