«Ανάσα» για τους οφειλέτες του ΕΦΚΑ το επιτόκιο 3% στη ρύθμιση των 120 δόσεων
Στις αρχικές διατάξεις της ρύθμισης ο τόκος είχε οριστεί στο 5% και η μείωσή του στο 3% από τη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έγινε ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς και η συνεπής παρακολούθηση και καταβολή των δόσεων της ρύθμισης, μαζί με την καταβολή των τρεχουσών εισφορών.
Εγκύκλιος του ΕΦΚΑ η οποία εκδόθηκε χθες ενεργοποιώντας τις νέες διατάξεις νόμου ορίζει ότι η μείωση αυτή έχει άμεση εφαρμογή στις νέες αιτήσεις υπαγωγής σε ρύθμιση του Ν. 4611/2019 αλλά και στις ήδη υπάρχουσες ρυθμίσεις για τις οποίες οι οφειλέτες θα επιλέξουν την εφάπαξ εξόφληση του υπολοίπου των δόσεών τους. Για όλες τις ενεργές ρυθμίσεις οι ανεξόφλητες δόσεις αναπροσαρμόζονται αυτόματα και σταδιακά, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες.
Όσοι έχουν ήδη ενταχθεί στη ρύθμιση των 120 δόσεων, σταδιακά μέσα στον Σεπτέμβρη και χωρίς να χρειαστεί να κάνουν τίποτα οι ίδιοι , θα διαπιστώσουν ότι το μηνιαίο ποσό που καταβάλλουν για την εξόφληση των υποχρεώσεών τους θα μειωθεί καθώς θα εφαρμοστεί το νέο μειωμένο επιτόκιο.
Στις νέες αιτήσεις, καθώς και στις ήδη υπάρχουσες ρυθμίσεις, για τις οποίες οι οφειλέτες επιλέξουν την εφάπαξ εξόφληση του υπολοίπου των δόσεών τους, το μειωμένο επιτόκιο θα εφαρμόζεται άμεσα ενώ για όλες τις υπόλοιπες ενεργές ρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στο πλαίσιο των 120 δόσεων, η προσαρμογή θα γίνει αυτόματα μεν αλλά θα η διαδικασία θα ξεκινήσει λίγο αργότερα μέσα στον Σεπτέμβρη ώστε να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο εντός του Οκτωβρίου. Οι μειωμένες δόσεις θα αφορούν το διάστημα από την ψήφιση των νέων διατάξεων και μετά.
Στην εγκύκλιο ορίζεται ότι η βασική οφειλή που υπάγεται στη ρύθμιση του Ν. 4611/2019, όπως αυτή προκύπτει μετά τον υπολογισμό σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, κεφαλαιοποιείται κατά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και αντί τόκων, πρόσθετων τελών και προσαυξήσεων λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής επιβαρύνεται από τον επόμενο μήνα από αυτόν της υπαγωγής στη ρύθμιση με τόκο που υπολογίζεται με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πλέον τριών εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογιζόμενο.