Εξ’ ου και η εσπευσμένη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας κ. Βέστερβελε στην Αθήνα, χθες. Μόλις τώρα γίνεται γνωστό, λοιπόν, ότι ήταν η γερμανική παρέμβαση στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας κι όταν οι συζητήσεις με την αντιπροσωπεία του IIF βρίσκονταν σε εξέλιξη, που άλλαξε τα δεδομένα.
Όλα έδειχναν ότι μια χρυσή τομή, σε ό,τι έχει να κάνει με το θέμα του επιτοκίου με το οποίο θα γίνονταν η ανταλλαγή των ομολόγων, θα βρίσκονταν και μάλιστα σχετικά χαμηλά, κοντά στα επίπεδα του 4,50%. Συγκεκριμένα, η ελληνική πλευρά «έδινε» το ανώτερο 4%, η πλευρά των πιστωτών της ζητούσε μεσοσταθμικά 5% με 5,2% κι άρα η διαπραγμάτευση θα έκλεινε κοντά στο 4,50% ή κάπου εκεί.
Και τότε συνέβη η γερμανική παρέμβαση. Συγκεκριμένα, απ΄ το Βερολίνο διαμηνύθηκε ότι δεν πρέπει να δοθεί στους πιστωτές της χώρας επιτόκιο μεγαλύτερο του 3%.
Δηλαδή, η Γερμανία ευθυγραμμίζονταν με την άποψη του ΔΝΤ, που εξαρχής έκανε λόγο για ένα τέτοιο ποσοστό, καθώς για πολλούς λόγους, τεχνικούς και ουσιαστικούς, θεωρούσε δίκαιο.
Υπενθυμίζεται ότι είχε προηγηθεί και μια συνάντηση της κ. Μέρκελ με την κ. Λαγκάρντ, η οποία τότε δεν είχε εκτιμηθεί αρκούντως, αλλά τώρα αποδεικνύεται ότι ήταν πάρα πολύ κρίσιμη.
Εννοείται ότι από το IIF όταν άκουσαν τα περί 3%, διέκοψαν αμέσως τις συζητήσεις κι αποχώρησαν χωρίς να πουν αν και πότε θα επιτρέψουν ξανά.
Το θέμα είναι πως τώρα το κυρίως βάρος της ευθύνης για το τι θα γίνει στο εξής, δεν το φέρει πλέον η Αθήνα, αλλά το Βερολίνο.
Το οποίο θα πρέπει και να αποφασίσει, επιτέλους, τι θέλει ακριβώς να κάνει με την ελληνική περίπτωση.