Αλλαγή του ευρωπαϊκού ενεργειακού μοντέλου φέρνει το Ταμείο Ανάκαμψης
Το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ που προωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως απάντηση στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού θα έχει μεγάλη επίπτωση στην ενεργειακή αγορά της ΕΕ, καθώς μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης θα κατευθυνθεί προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και τις λεγόμενες «πράσινες» τεχνολογίες.
Αλλά ο αντίκτυπος θα είναι διττός. Προκειμένου να χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης, η ΕΕ θα αυξήσει τις τρέχουσες εισφορές που βασίζονται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων και θα θεσπίσει και νέες εισφορές ανάλογης φύσης. Με απλά λόγια οι ρυπογόνες δραστηριότητες θα χρηματοδοτήσουν τις πράσινες δραστηριότητες.
Αν και μεγάλο μέρος των αποφάσεων των Ευρωπαίων ηγετών για το Ταμείο Ανάκαμψης θα κλειδώσουν στη Σύνοδο Κορυφής στις 17-18 Ιουλίου, ωστόσο οι βασικές κατευθύνσεις του σχεδίου και ειδικά το προς τα που θα κατευθυνθεί η χρηματοδότηση έχουν ήδη οριστικοποιηθεί. Έτσι, ήδη έχει κλειδώσει πως οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να δίνουν έμφαση στην «πράσινη» και στην «ψηφιακή» οικονομία.
Στη βάση αυτή θα λάβουν χρηματοδότηση ολοκληρωμένα εθνικά σχέδια που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και στην απανθρακοποίηση των ενεργοβόρων βιομηχανιών, στην προώθηση της ενεργειακής απόδοσης και στην εξασφάλιση επαρκούς και διαρκούς εφοδιασμού με ενέργεια χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Η Κομισιόν θα αξιολογεί τα σχέδια κάθε κράτους με βάση διαφανή κριτήρια και θα αποφασίζει για τη χρηματοδοτική βοήθεια που θα δοθεί με τη μορφή επιχορήγησης και, εφόσον ζητηθεί, με τη μορφή δανείου.
Αν και τα σχέδια αυτά για χώρες όπως η Ελλάδα δεν θα είναι εύκολα, σε εγχώριο επίπεδο έχουμε ήδη θέσεις κάποιες βάσεις. Η Ελλάδα διαθέτει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που αποτελεί το στρατηγικό σχέδιο της χώρας για τα θέματα του κλίματος και της ενέργειας και περιλαμβάνει αναλυτικό οδικό χάρτη για την επίτευξη συγκριμένων ενεργειακών και κλιματικών στόχων έως το έτος 2030. Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα καθορίζει φιλόδοξους εθνικούς στόχους έως το 2030, προετοιμάζοντας τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050, ενώ δρομολογεί την απολιγνιτοποίηση του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής και προδιαγράφει το ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα.
Ειδικότερα, οι στόχοι που τίθενται από το ΕΣΕΚ για το έτος 2030 είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που ανέρχεται σε πάνω από 42% σε σχέση με τις εκπομπές του έτους 1990 και σε πάνω από 56% σε σχέση με τις εκπομπές του έτους 2005, ξεπερνώντας τους αντίστοιχους κεντρικούς ευρωπαϊκούς στόχους, μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας κατ’ ελάχιστον 35%, ποσοστό υψηλότερο και από τον κεντρικό ευρωπαϊκό στόχο για τις ΑΠΕ που είναι 32%, και η τελική κατανάλωση ενέργειας το έτος 2030 να είναι χαμηλότερη από αυτή που είχε καταγραφεί κατά το έτος 2017, με παράλληλη ποιοτική βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην τελική κατανάλωση ενέργειας κατά 38%.
Οι αναμενόμενες επενδύσεις για την περίοδο 2020-2030 στους βασικούς άξονες σχεδιασμού του ΕΣΕΚ φθάνουν τα 43,8 δισ. ευρώ, ενώ ουσιαστική εκτιμάται ότι θα είναι η συμβολή της ΕΕ στη χρηματοδότησή τους.
Όπως προαναφέρθηκε, για να διευκολυνθεί η αποπληρωμή της χρηματοδότησης που θα αντληθεί από την αγορά για να «προικοδοτηθεί» το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ και να βοηθηθεί η περαιτέρω ανακούφιση των εθνικών προϋπολογισμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει να θεσμοθετηθούν πρόσθετοι νέοι ίδιοι πόροι για τη δημοσιονομική περίοδο 2021-2027. Σε αυτούς συγκαταλέγονται 1) εισφορές που βασίζονται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών στους τομείς της ναυτιλίας και των αεροπορικών μεταφορών και που θα μπορούσαν να έχουν μια απόδοση 10 δισ. ευρώ ετησίως και 2) ένας μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα από τον οποίο θα μπορούσαν να αντληθούν από 5 δισ. έως 14 δισ. ευρώ ετησίως.
Ο μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα, δεδομένου ότι λαμβάνει υπόψη τόσο τις εισαγωγές όσο και τις εξαγωγές, ενσωματώνει στην ευρωπαϊκή ρύθμιση ένα μοντέλο μείωσης των εκπομπών το οποίο περιλαμβάνει επίσης έναν προσανατολισμό που εστιάζεται στην κατανάλωση που πραγματοποιείται στην επικράτεια. Μια τέτοια προσέγγιση «από τα κάτω προς τα πάνω» έχει το πλεονέκτημα ότι επιδέχεται γενίκευση ως οικουμενική λύση, και επιτρέπει να αποφασίζει ανεξάρτητα κάθε κράτος τον βαθμό φιλοδοξίας που θα έχει η πολιτική του για την κλιματική αλλαγή.· Στη βάση αυτή , η συνοριακή προσαρμογή παρουσιάζεται ως ο πιο αποδοτικό διαρθρωτικός μηχανισμός για να αντιμετωπιστεί το δίλημμα της εγκατάλειψης της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής από τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες που υπόκεινται στον κίνδυνο της διαρροής άνθρακα.
Να σημειωθεί ότι τυχόν ένταξη των εισαγωγών ενέργειας στον συνοριακό φόρο άνθρακα αφορά άμεσα και την χώρα μας, καθώς ένα σημαντικό μέρος εισαγωγών ρεύματος γίνεται από όμορα κράτη που δεν συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων.
Πηγή: Cnn.gr