Στο 45% του ΑΕΠ η κρατική στήριξη προς τις ελληνικές τράπεζες – Η μεγαλύτερη στον κόσμο

Το βαθμό της δυσκολίας των τραπεζικών διασώσεων στην Ελλάδα αποτυπώνει έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η οποία εξετάζει την αποτελεσματικότητα των κρατικών παρεμβάσεων για τη διάσωση τραπεζών σε όλο τον κόσμο.
ΙΝΤΙΜΕ/ΜΠΑΜΠΟΥΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Η έκθεση του ΔΝΤ που τιτλοφορείται «Κυβερνητική παρέμβαση και ισχύς της τραπεζικής αγοράς: Μαθήματα από την παγκόσμια οικονομική κρίση για την κρίση COVID-19» καλύπτει συνολικά 27 χώρες και 25.998 τράπεζες, 813 εκ των οποίων έχουν βιώσει τουλάχιστον μία παρέμβαση από το 2007 και μετά. Σε αυτές περιλαμβάνονται και οι ελληνικές τράπεζες.

Συνολικά, οι συντάκτες της έκθεσης αναλύουν 1.123 περιπτώσεις κρατικών παρεμβάσεων που αφορούν εισφορές κεφαλαίων (773 περιπτώσεις), διαχείριση χρέους (43 περιπτώσεις), έκδοση υβριδικών χρεογράφων (88 περιπτώσεις), χορήγηση εγγυήσεων (83 περιπτώσεις) και απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων (272 περιπτώσεις).

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, οι άμεσες παρεμβάσεις κρατικής στήριξης ανήλθαν σε 1 τρισ. δολάρια και οι εγγυήσεις που χορηγήθηκαν ανήλθαν σε 1,5 τρισ. δολάρια.

Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει πως ο μεγαλύτερος αριθμός κρατικών παρεμβάσεων πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ, στη Ρωσία και στην Ισπανία. Όσον αφορά στο μέγεθος των παρεμβάσεων (μετρούμενο σε σχέση με το ΑΕΠ), κινήθηκε σε μέσα επίπεδα στο 5% του ΑΕΠ.

Κατά τα ίδια στοιχεία, η μεγαλύτερη κρατική στήριξη προς τις τράπεζες δόθηκε στην Ελλάδα (45% του ΑΕΠ) και η μικρότερη στη Λιθουανία (0,1% του ΑΕΠ).

Ωστόσο, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα όχι μόνον έχει λάβει τη μεγαλύτερη κρατική στήριξη, αλλά είναι και αυτό στο οποίο η στήριξη διαρκεί και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Ως μέση διάρκεια των παρεμβάσεων το ΔΝΤ ορίζει το χρόνο από την πρώτη παρέμβαση έως την πλήρη εκποίηση του μεριδίου της κυβέρνησης. Στο δείγμα των 813 τραπεζών -που έχουν βιώσει τουλάχιστον μία παρέμβαση – η μέση διάρκεια των παρεμβάσεων ήταν τα 3 χρόνια, με τη μεγαλύτερο χρονικά παρέμβαση να διαρκεί 11 χρόνια και να αφορά στην Ελλάδα και τη συντομότερη μόλις 1 έτος.

Από την έκθεση του ΔΝΤ προκύπτει πως η ανταγωνιστικότητα των τραπεζών που έλαβαν μεγάλου ύψους δημόσια στήριξη για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με τις τράπεζες που δεν έλαβαν καθόλου στήριξη ή στηρίχθηκαν για μικρότερο χρονικό διάστημα.

Για να μετρήσει την ισχύ των τραπεζών, το ΔΝΤ χρησιμοποιεί έναν γνωστό στους οικονομολόγους δείκτη, το δείκτη του Λέρνερ (Lerner Index), που μετρά τον βαθμό της μονοπωλιακής δύναμης μια επιχείρησης. Η λογική του δείκτη είναι ότι το μονοπώλιο μπορεί να τιμολογεί πάνω από το οριακό κόστος. Όσο περισσότερο πάνω από το οριακό κόστος τιμολογεί τόσο ισχυρότερο είναι. Έτσι, η τιμή του δείκτη Λέρνερ μπορεί να μεταβάλλεται από το μηδέν για μια πλήρως ανταγωνιστική επιχείρηση μέχρι το ένα που αντιστοιχεί στο μονοπώλιο.

Η έκθεση του ΔΝΤ καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι ισχυρισμοί ότι οι κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να μειώσουν τον τραπεζικό ανταγωνισμό είναι υπερβολικές και διαπιστώνει πως οι τράπεζες που έχουν διασωθεί με χρήματα των φορολογουμένων χάνουν ισχύ στην αγορά, λόγο αυξημένου κόστους, που δεν σχετίζεται άμεσα με την αύξηση των τιμών στα προϊόντα δανεισμού, αλλά κυρίως με το κόστος που απορρέει από τις απομειώσεις στο δανειακό τους χαρτοφυλάκιο.