Ο Άρειος Πάγος για την κακουργηματική απιστία των τραπεζιτών
Το θέμα εξετάσθηκε από το ΣΤ ‘ Τμήμα του Αρείου Πάγου το Δεκέμβριο σε συνεδρίαση στην οποία προέδρευσε η Αεροπαγίτης Αβροκόμη Θούα. Η υπόθεση έφθασε στο Τμήμα του Αρείου Πάγου μετά την αναίρεση που ασκήθηκε στα μέσα Οκτωβρίου από την Εισαγγελία του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας σχετικά με εκκρεμή υπόθεση.
Η αναίρεση ασκήθηκε από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτρη Παπαγεωργίου και αφορά στον Νόμο 4637 που ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 2019, με βάση τις διατάξεις του οποίου η δίωξη των τραπεζικών στελεχών δεν θα γίνεται αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα, αλλά ύστερα από έγκληση των διοικήσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στη συνέχεια αυτής της τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εκκρεμείς εισαγγελικές διώξεις πάγωσαν, ενώ δεκάδες υποθέσεις με εμπλεκόμενους τραπεζίτες αρχειοθετήθηκαν ή κατέπεσαν κατά το σκέλος της κακουργηματικής απιστίας, διότι οι τράπεζες δεν υπέβαλαν έγκληση.
Το επίμαχο βούλευμα που έπαυσε τη δίωξη τόσο κατά τραπεζικών στελεχών μπήκε στο μικροσκόπιο του Αρείου Πάγου και ως εκ τούτου το αρμόδιο Ποινικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου εξέτασε το μείζονος σημασίας θέμα, υπό μορφή πιλοτικής δίκης.
Υπενθυμίζεται πως τον Οκτώβριο του 2019, πριν ακόμη η κυβέρνηση ψηφίσει την επίμαχη αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος είχε επισημάνει τον κίνδυνο ατιμωρησίας, αλλά και διεθνούς έκθεσης της χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που τότε βρίσκονταν στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, κινδυνεύαν, -όπως και έγινε- να ριχθούν στον «κάλαθο των αχρήστων», ως ποινικά μη αξιόλογες και η χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Τελικά οι τραπεζικές διοικήσεις δεν υπέβαλαν εγκλήσεις κατά των τραπεζιτών εντός της τετράμηνης προθεσμίας που προέβλεψε ο Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4637/2019) και έτσι οι ανησυχίες της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος επαληθεύθηκαν.
Μέσα στο Νοέμβριο του 2020 η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος επανήλθε στο ζήτημα και με υπόμνημα της προς τον πρόεδρο και τα Μέλη της Διαρκούς Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής παρακολούθησης του τρόπου εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ζήτησε να γίνει ξανά αυτεπάγγελτη η δίωξη τραπεζικών στελεχών για το αδίκημα της απιστίας και όχι κατόπιν έγκλησης από τις διοικήσεις των τραπεζών. Οι εισαγγελείς ζήτησαν να επανέλθει το αυτεπάγγελτο σε ότι αφορά στη δίωξη για το αδίκημα της απιστίας, προφανώς για να μην οδηγούνται στο αρχείο μία σειρά από υποθέσεις που απασχολούν τη Δικαιοσύνη και έχουν να κάνουν με τραπεζικές υποθέσεις.
Για το συγκεκριμένο θέμα έκανε παρατηρήσεις στην Ελλάδα και η GRECO ο βραχίονας του Συμβουλίου της Ευρώπης που ασχολείται με την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Έγκριτοι νομικοί εκτιμούν πως λόγω του μεγάλου αριθμού των υποθέσεων το θέμα θα παραπεμφθεί από το ΣΤ ‘ Τμήμα του Αρείου Πάγου για να κριθεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αυτό θα σήμαινε πως θα απαιτηθούν τουλάχιστον δύο μήνες για να υπάρξει οριστική απόφαση.
Οι ίδιες έγκριτες νομικές πηγές αναφέρουν πως τα βουλεύματα Πλημμελειοδικών με τα οποία κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος για την κακουργηματική απιστία των τραπεζιτών έχουν δομημένα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα που είναι δύσκολο να μην υιοθετηθούν από τον Άρειο Πάγο
Οι δικαστές (που κλήθηκαν να αποφανθούν για δύο δικογραφίες σε βάρος δεκάδων στελεχών της πρώην Αγροτικής Τράπεζας) έκριναν πως ο εν λόγω νόμος παραβιάζει ευθέως την αρχή της ισότητας των πολιτών, καθώς μεταχειρίζεται προνομιακά τους τραπεζίτες που διαπράττουν βαρύτερο έγκλημα έναντι των άλλων πολιτών που ελέγχονται για απιστία. Είναι δηλαδή ξεκάθαρα αντισυνταγματικός, υποκρύπτοντας μάλιστα συγκεκαλυμμένη αμνηστία, καθώς οδηγεί τις εκκρεμείς υποθέσεις σε βέβαιη εξάλειψη του αξιόποινου, αφαιρώντας με τον τρόπο αυτό την κρίση για τις υποθέσεις αυτές από τα δικαστήρια. Μάλιστα, αναφορικά με την αιτιολογία σχετικά με την αναγκαιότητα του εν λόγω νομοθετήματος, ότι δήθεν ήταν αναγκαίο για να διευκολύνει τα τραπεζικά στελέχη να προχωρήσουν στη ρύθμιση και διαγραφή μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι δικαστές τονίζουν ότι δεν «αντέχει στην κοινή λογική».