Γιατί η ΕΚΤ μείωσε τις αγορές ελληνικού χρέους – Τι δείχνει το spread
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς ομολόγων, κατά το διάστημα Μαρτίου – Δεκεμβρίου 2020 η ΕΚΤ αγόραζε μεσοσταθμικά σε μηνιαία βάση ελληνικά κρατικά ομόλογα ύψους 2 δισ. ευρώ περίπου. Ωστόσο, από την αρχή του 2021 αυτές οι αγορές έχουν μειωθεί στο μισό, ήτοι στο 1 δισ. ευρώ μηνιαίως. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην γίνεται απορρόφηση των συνολικά προσφερόμενων τίτλων και έτσι οι αποδόσεις να αυξάνονται.
Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως αυτό δεν είναι κάτι που ισχύει μόνον με τα ελληνικά ομόλογα, αλλά σχεδόν με όλα τα χρεόγραφα της ευρωζώνης, ακόμη και με τα γερμανικά. Έτσι, αν και η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έχει αυξηθεί στο 0,812%, το spread, ήτοι η διαφορά απόδοσης σε σχέση με το γερμανικό ομόλογο αναφοράς, διαμορφώνεται στις 119 μονάδες βάσης (το Νοέμβριο του 2020 το spread ήταν στις 132 μονάδες βάσης).
Γιατί η ΕΚΤ έχει περιορίσει τις αγορές χρέους; Διότι θέλει να αποτιμήσει την πορεία των τιμών και την εξέλιξη της πανδημίας πριν επιστρατεύσει όλο της το οπλοστάσιο. Άλλωστε η ΕΚΤ αύξησε στο 1,850 τρισ. ευρώ το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά της πανδημίας (PEPP), δείχνοντάς πως είναι διατεθειμένη να πράξει ότι περνά από το χέρι της για να διασφαλίσει ευνοϊκές χρηματοοικονομικές συνθήκες.
Αλλά το ότι τα χρήματα αυτά είναι διαθέσιμα δεν σημαίνει πως πρέπει και να διατεθούν στο σύνολό τους. Αυτό το έχει ξεκαθαρίσει η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ τονίζοντας πως το PEPP υπάρχει, αλλά δεν είναι απαραίτητο να δαπανηθεί πλήρως. Αυτή η αναφορά δημιούργησε στην αγορά την εντύπωση ότι οι Γερμανοί προσπαθούν να αποδυναμώσουν το PEPP. Αυτό δεν είναι τελείως ανακριβές. Η ΕΚΤ με τη στάση της αυτή θέλει να καταστήσει τις κυβερνήσεις πιο φειδωλές στο ρυθμό που δαπανούν και δανείζονται για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες της πανδημίας. Διότι το χρέος που συσσωρεύεται σήμερα θα μας κυνηγά στο μέλλον.
Ενδεικτικά είναι στοιχεία του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητά και τα οποία κατάδειξαν πως το παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, αυξήθηκε κατά 24 τρισ. δολάρια το 2020, ανερχόμενο στα 281 τρισ. δολάρια ή στο 355% του παγκόσμιου ΑΕΠ.