Ταμείο Ανάκαμψης: Είναι αρκετό;
Αποτελεί γεγονός ότι η Ε.Ε. απάντησε στην οικονομική κρίση που προκαλεί η πανδημία περισσότερο άμεσα και αποφασιστικά σε σχέση με τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.
Κυρίως διαμόρφωσε ένα πλαίσιο χρηματοδότησης παρεμβάσεων για τα επόμενα χρόνια, το Ταμείο Ανάκαμψης, επιπρόσθετα στις καθιερωμένες ευρωπαϊκές πολιτικές όπως η ΚΑΠ και η Πολιτική Συνοχής (ΕΣΠΑ).
Πώς; Με δανεισμό της ίδιας της ΕΕ και εξόφληση με έσοδα από την μελλοντική φορολόγηση δραστηριοτήτων όπως οι χρηματιστηριακές συναλλαγές. Η κατανομή των πόρων εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση κάθε χώρας πριν την πανδημία (κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ανεργία) αλλά και την ένταση της οικονομικής κρίσης από την πανδημία κατανομή που ωφελεί κράτη μέλη όπως η Ελλάδα.
Συνεπώς, για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο λαμβάνεται απόφαση για μιας μορφής «κοινοτικοποίησης» ή «αμοιβαιοποίησης» χρέους με ισχυρά αναδιανεμητικά στοιχεία.
Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης λόγω πανδημίας, κρατάει τα επιτόκια δανεισμού ακόμα και κρατών με υψηλό χρέος, σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Επιτρέπει έτσι σε κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα, να δανειστούν με ευνοϊκούς όρους για να στηρίξουν τις οικονομίες τους.
Επομένως, η Ε.Ε. υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό μια πολιτική αλληλεγγύης που είχαν προτείνει προοδευτικές δυνάμεις στο παρελθόν (για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη) αλλά η ίδια είχε απορρίψει. Παρά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δύο κρίσεων, η αλλαγή αυτή συνιστά ένα ρήγμα στην κυρίαρχη λογική του σκληρού μονεταρισμού και της λιτότητας και ανοίγει δρόμους για μια περισσότερο αλληλέγγυα και ελκυστική Ε.Ε.
Ωστόσο απομένουν βασικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε:
Μία εξ’ αυτών αφορά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (και το ζήτημα του δημόσιου χρέους) το οποίο έχει αρθεί προσωρινά και μέχρι τη λήξη της υγειονομικής κρίσης.
Εάν επανέλθει με τη μορφή που το ξέραμε, δηλαδή με αυστηρούς και άκαμπτους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, τότε είναι σίγουρο ότι θα φρενάρει την δυνατότητα των οικονομιών να ανακάμψουν. Η συζήτηση στην Ευρώπη έχει ανοίξει.
Από τη μία, όλο και περισσότερες δυνάμεις υποστηρίζουν την ριζική τροποποίησή του και από την άλλη είναι ακόμα ισχυρή η φωνή των γνωστών «φειδωλών» που επιμένουν στις συνταγές της λιτότητας. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα πρέπει να μετατραπεί σε Σύμφωνο Σύγκλισης και Βιώσιμης Ανάπτυξης που θα περιλαμβάνει στόχους και κριτήρια περιφερειακής και κοινωνικής σύγκλισης, πράσινης και οικολογικής μετάβασης των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Μία δεύτερη αφορά τον τρόπο αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ειδικά για την Ελλάδα, οι πόροι αυτοί πρέπει να αφορούν το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων και όχι απλά λίγους και ισχυρούς και θα πρέπει να οδηγήσουν σε αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η αναγκαία πράσινη και ψηφιακή μετάβαση θα πρέπει να είναι δίκαιη και να συμπεριλαμβάνει το σύνολο της κοινωνίας στους ωφελούμενους.
Μόνο αν η ανάπτυξη στοχεύει σε μείωση των ανισοτήτων μπορεί να είναι βιώσιμη και διατηρήσιμη. Το βάρος εδώ πέφτει τόσο στα εθνικά σχέδια αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης όσο και στη δυνατότητα να αποκρουστούν προ-απαιτούμενα μνημονιακού τύπου για την εκταμίευση των πόρων αυτών.
Εντέλει η κατεύθυνση που μόλις περιγράψαμε ενυπάρχει σπερματικά στο όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και σε πρόνοιες – έστω εν υπνώσει σήμερα – των Συνθηκών και είναι μάλλον ο μόνος δρόμος για να γίνει ξανά ελκυστική η Ε.Ε. στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών.
O Παναγιώτης Κορκολής, είναι υπεύθυνος Ανάπτυξης στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και πρώην γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ Υπ. Οικονομίας.
Ο Νικόλαος Φαραντούρης, είναι καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστήμιο Πειραιώς