Αλμούνια: «Δεν είναι ρεαλιστική η διαγραφή χρεών»
«Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ πρέπει να αλλάξουν. Είναι πολύπλοκοι, δύσκαμπτοι, ενώ αρκετά στοιχεία τους είναι δύσκολο να εφαρμοστούν με αξιόπιστο τρόπο» διαμηνύει ο Χοακίν Αλμούνια στη συνέντευξή του στα σημερινά Νέα.
Ο πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών (CEPS) που εδρεύει στις Βρυξέλλες και καλός μας γνώριμος ως επίτροπος Οικονομικών παλαιότερα προτάσσει την ανάγκη να αλλάξει το πώς αντιμετωπίζεται το δημόσιο χρέος στην αναμενόμενη αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων, τονίζοντας αφενός ότι μετά την πανδημία η μείωση του δημόσιου χρέους θα πρέπει να γίνει σταδιακά και σε βάθος χρόνου και αφετέρου ότι σημασία έχει το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης και όχι το συνολικό ύψος του δανεισμού.
Για την πρόταση 100 οικονομολόγων να γίνει διαγραφή χρεών από την ΕΚΤ ο Αλμούνια δήλωσε: «Δεν είναι ρεαλιστική. Το νομοθετικό πλαίσιο δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να ακυρώσει χρέος, ενώ οικονομικά μια διαγραφή χρέους δεν είναι σοφή κίνηση».
Κατά τον Χοακίν Αλμούνια, «τα πολύ χαμηλά επιτόκια ευνοούν τη βιωσιμότητα του χρέους. Παρότι στις ΗΠΑ είδαμε πρόσφατα κάποιες εντάσεις, τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά και δεν θα έχουμε πληθωριστικούς κινδύνους στο άμεσο μέλλον, επηρεάζοντας θετικά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Είμαι αισιόδοξος. Η κατάσταση με το δημόσιο χρέος δεν συγκρίνεται με αυτή που είδαμε στην προηγούμενη κρίση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσέξουμε το ύψος του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, αλλά δεν είναι σήμερα το κύριο πρόβλημα. Το κυριότερο πρόβλημα είναι η ανάπτυξη. Η ζήτηση είναι αδύναμη, οι προσδοκίες των επενδυτών και οι επενδύσεις είναι χαμηλές, οι εταιρείες έχουν ρευστότητα αλλά δεν επενδύουν».
Σε αντίθεση με την έμφαση που δίνεται συνήθως στις προσδοκίες από τα κονδύλια ανάκαμψης, ο Αλμούνια επισημαίνει ότι «οι πόροι ανάκαμψης θα βοηθήσουν τις επενδύσεις, αλλά όχι βραχυπρόθεσμα. Όπως αναφέρει, oι δόσεις προς τις χώρες και η χρηματοδότηση των επενδύσεων εκτείνεται σε μερικά χρόνια, ενώ η διαχείριση του πακέτου είναι δύσκολη για την Κομισιόν, για τα κράτη, τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
«Θα εκπλαγώ αν τα κονδύλια δοθούν στον προβλεπόμενο χρόνο. Πρέπει τα κράτη - μέλη να αντιμετωπίσουν τώρα τη χαμηλή ζήτηση, το παραγωγικό κενό, επιταχύνοντας τις μεταρρυθμίσεις, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη επενδυτών, τονώνοντας την κατανάλωση. Είναι η πιο επείγουσα προτεραιότητα», τονίζει.
Χαρακτηρίζοντας «σοφή» την απόφαση της Κομισιόν να παραμείνει σε αναστολή το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης το τρέχον και το επόμενο έτος, υπογραμμίζει: «Οι δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει να αλλάξουν. Είναι πολύπλοκοι, δύσκαμπτοι, ενώ αρκετά στοιχεία τους είναι δύσκολο να εφαρμοστούν με αξιόπιστο τρόπο για τη σωστή συμμόρφωση με το Σύμφωνο. Οι αλλαγές θα πρέπει να γίνουν πριν επαναφέρουμε τους κανόνες του Συμφώνου. Δεν μπορεί να υπάρξει συμμόρφωση στους ίδιους κανόνες μετά την πανδημία». Αναγνωρίζει, όμως, ότι η συζήτηση θα είναι δύσκολη, θα χρειαστεί έναν με ενάμιση χρόνο, ενώ θα πρέπει να καταλήξει με ισχυρή συναίνεση.
Τέλος, για το τί χρειάζεται η ελληνική οικονομία ο Αλμούνια απαντά πως δεν αρκεί μόνο η δημοσιονομική εποπτεία, η οποία είναι απαραίτητη όταν υπάρχουν μακροοικονομικές ανισορροπίες, αλλά πρέπει να υπάρξει ανάπτυξη, βελτίωση της ανθεκτικότητας με περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
«Να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ξεκινήσει, να καλυφθεί το κοινωνικό έλλειμμα, να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες για επενδύσεις και απασχόληση, να βελτιωθεί η θέση του τραπεζικού συστήματος, που υποφέρει πάλι, πριν προλάβει να διορθώσει τα προβλήματα της προηγούμενης κρίσης. Τα προγράμματα έδωσαν έμφαση στις δημοσιονομικές προσαρμογές. Η προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στις τράπεζες, με την προσαρμογή των δημοσιονομικών ανισορροπιών να γίνεται σταδιακά», σημειώνει.