Το έλλειμμα τελωνειακών δασμών στην ΕΕ και η Ελλάδα – Αποκαλυπτική έκθεση
Η ενιαία εφαρμογή των τελωνειακών ελέγχων από τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι απαραίτητη προκειμένου να αποτρέπεται το φαινόμενο της στόχευσης, από δόλιους εισαγωγείς, συνοριακών σημείων εισόδου με χαμηλότερο επίπεδο ελέγχων και να μην χάνονται έσοδα. Είναι ενδεικτικό πως το 2019, οι εισπραχθέντες τελωνειακοί δασμοί ανήλθαν σε 21,4 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 13 % των εσόδων του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Η βασική πράξη της τελωνειακής νομοθεσίας της ΕΕ, ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας, απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη διενεργούν τους τελωνειακούς ελέγχους κατά τρόπο ενιαίο.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε το 2018 την εκτελεστική απόφαση για τον καθορισμό «κοινών κριτηρίων και προτύπων δημοσιονομικού κινδύνου» («απόφαση FRC»), προκειμένου να εναρμονίσει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη επιλέγουν τις εισαγωγές που υποβάλλουν σε ελέγχους. Η εν λόγω απόφαση συνοδεύεται από κατευθυντήριες οδηγίες, οι οποίες εγκρίθηκαν από τα κράτη μέλη το 2019.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στους ελέγχους που διενήργησε πανευρωπαϊκά διαπίστωσε πως κράτη μέλη εφαρμόζουν το πλαίσιο αυτό με διαφορετικούς τρόπους και όχι ενιαία. Μεταξύ άλλων, οι ελεγκτές διαπίστωσαν πως η έννοια του κινδύνου δεν ορίζεται ικανοποιητικά στην απόφαση FRC, η οποία επίσης δεν είναι επαρκώς λεπτομερής. Έτσι, τα κράτη μέλη δεν ερμηνεύουν τις ενδείξεις κινδύνου με τον ίδιο τρόπο, με αποτέλεσμα την εφαρμογή διαφορετικών κριτηρίων για την επιλογή των εισαγωγών που υποβάλλουν σε ελέγχους.
Επίσης, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε ότι τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν μεταξύ τους ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με τους εισαγωγείς που κρίνονταν ότι παρουσίαζαν επικινδυνότητα, κάτι που υπονομεύει την αποτελεσματικότητα και την εναρμόνιση των διαδικασιών επιλογής ελέγχων.
Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων – και πολλών άλλων - το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο συνέστησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ενισχύσει την ενιαία εφαρμογή των τελωνειακών ελέγχων, καθώς και να αναπτύξει και να υλοποιήσει ολοκληρωμένη ικανότητα ανάλυσης και συντονισμού σε επίπεδο ΕΕ.
Κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ οι μη δηλωθείσες και εσφαλμένα δηλωθείσες εισαγωγές που διέφυγαν των τελωνειακών ελέγχων δημιουργούν το «έλλειμμα τελωνειακών δασμών», ήτοι τη διαφορά μεταξύ των πράγματι εισπραχθέντων εισαγωγικών δασμών και του ποσού που θεωρητικά θα έπρεπε να είχε εισπραχθεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Το 2017 το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο επεσήμανε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ανάγκη να προβεί, από κοινού με τα κράτη μέλη, σε εκτίμηση του ελλείμματος τελωνειακών δασμών. Τέτοια εκτίμηση ωστόσο δεν διενεργήθηκε. Τί σημαίνει αυτό στην πράξη; Πως το τυχόν έλλειμμα στην είσπραξη των δασμών πρέπει να αντισταθμίζεται από υψηλότερες εισφορές των κρατών μελών βάσει του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος τους, κόστος που τελικά επωμίζονται οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι.
Η περίπτωση της Ελλάδος
Η επάρκεια των τελωνειακών ελέγχων είναι εξίσου σημαντική για την Ελλάδα όπως και για την υπόλοιπη ΕΕ.
Ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε. Να σημειωθεί πως τα έσοδα από τους φόρους και δασμούς επί εισαγωγών μέσα στο 2020 κατέγραψαν συστηματικά χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τα περσινά επίπεδα ως απόρροια της πτωτικής πορείας των εισαγωγών κατά τη διάρκεια του έτους. Ανήλθαν σε 244,66 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 53,52 εκατ. ευρώ ή κατά 17,95% σε σχέση με το 2019. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι η η συνολική αξία των εισαγωγών αφίξεων κατά το 2020 κατέγραψε πτώση σε 12,9% σε σχέση με το 2019.