Σόιμπλε : Δημοσιονομική πειθαρχία για να μειωθούν τα χρέη
Σε άρθρο του ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κάνει εκτενή αναφορά στην αύξηση του χρέους σε Γερμανία και ευρωζώνη, στην υπερβολική ρευστότητα που έχει αυξήσει τον πληθωρισμό και στις «φούσκες» που καταγράφονται σε κάποιες αγορές, λόγω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής.
Υποστηρίζει δε πως για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο χρεοκοπίας τα κράτη μέλη της ευρωζώνης θα πρέπει να εφαρμόσουν δημοσιονομική πειθαρχία.
Το άρθρο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο Project Syndicate αναφέρει τα εξής:
«Η 12η Οκτωβρίου 2020 θα περάσει στη γερμανική οικονομική ιστορία. Για πρώτη φορά, το νέο δημόσιο χρέος αυξήθηκε με ρυθμό άνω των 10.000 ευρώ (11.900 δολάρια) ανά δευτερόλεπτο, ταχύτερα από ό,τι κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-2009, όταν χρειάστηκε τεράστιος όγκος καθαρού δανεισμού. Αυτή η μακροχρόνια επιτάχυνση του χρέους, στη Γερμανία και σε χώρες σε όλον τον κόσμο, είναι το τίμημα που καταβάλλεται για την αποτροπή των οικονομικών συνεπειών της COVID-19. Στη γερμανική Bundestag, οι δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας έχουν δημιουργήσει μεγάλη ανησυχία, με το τεράστιο πακέτο διάσωσης / τόνωσης 1,3 τρισ. ευρώ της Γερμανίας να τροφοδοτεί μια ήδη μακροχρόνια συζήτηση σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της χώρας. Το βασικό ερώτημα είναι εάν, και για πόσο καιρό, η κυβέρνηση και η κοινωνία μπορούν να συνεχίσουν να επωμίζονται το αυξανόμενο βάρος.
Το ζήτημα υπερβαίνει τη διατήρηση του δημοσιονομικού χώρου. Τα κράτη με μεγάλο χρέος διατρέχουν τον κίνδυνο μαζικών ρήξεων στον κοινωνικό τους ιστό. Οι περισσότεροι πιστωτές είναι εύπορα άτομα και οντότητες των οποίων ο πλούτος αυξάνεται με τον δημόσιο δανεισμό. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί χάνουν ευκαιρίες να μοιραστούν την ευημερία. Με αυτόν τον τρόπο η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων αποτελεί τεράστια απειλή για την κοινωνική συνοχή και κινδυνεύει να δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών δεν πρέπει να είναι απαλλαγμένος από κριτική.
Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου, ακόμα περισσότερο από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι χρηματοδοτούμενες από το χρέος δημοσιονομικές πολιτικές έχουν νομισματική υποστήριξη. Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λειτουργεί ως εκτυπωτήριο χρήματος η νομισματική βάση στην ευρωζώνη αυξήθηκε από σχεδόν 1 τρισ. ευρώ το 2009 σε σχεδόν 5 τρισ. ευρώ στο τέλος του 2020. Υπάρχουν ήδη σημάδια καλπασμού του πληθωρισμού, αν και όχι στην περίπτωση καταναλωτικών αγαθών. Οι τιμές των ακινήτων, των μετοχών και της τέχνης, από την άλλη πλευρά, αυξάνονται ήδη με διψήφιο τριμηνιαίο ρυθμό στη Γερμανία.
Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, ο πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, κατάφερε να μειώσει τα τεράστια δημόσια χρέη των πρώτων αποικιών μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, εξαλείφοντας έτσι την απειλή της κρατικής χρεοκοπίας. Και οι 13 Πολιτείες των ΗΠΑ υποχρεώθηκαν να καταθέσουν εγγυήσεις, να εφαρμόσουν δημοσιονομική πειθαρχία και να μειώσουν τα χρέη τους. Αυτός ο περιορισμός της δημοσιονομικής πολιτικής – και όχι η αμοιβαιοποίηση των χρεών των μεμονωμένων κρατών, που συνιστάται περιστασιακά για την ΕΕ – ήταν η ουσία του σχεδίου Χάμιλτον. Και λειτούργησε. Είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώς οι κρίσεις μπορούν επίσης να παρουσιάσουν ευκαιρίες. Το μυστικό είναι να τις αναγνωρίσεις και να τις αντιμετωπίσεις με τόλμη. Είμαι βέβαιος ότι η Ευρώπη είναι τώρα έτοιμη να το κάνει».