Ο «Ηρακλής» αποκαλύπτει την προβληματική κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών
Μέσα στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του, το Ελληνικό Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme) με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου , το γνωστό σχέδιο «Ηρακλής», κατάφερε να μειώσει τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών κατά 32 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά περίπου 40% του συνόλου.
Ωστόσο, η επιτυχία του «Ηρακλή» -πατέρας του οποίου θεωρείται ο υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Ζαββός- αποκάλυψε την αποτυχία πολιτικών που είχαν υλοποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια, και οι οποίες ήταν «εποπτικά μπαλώματα» που αποσκοπούσαν στη διασφάλιση των συμφερόντων των μεγάλων ιδιωτών μετόχων των τραπεζών εκείνης της εποχής και όχι του Ελληνικού Δημοσίου. Το μεγαλύτερο από αυτά τα εποπτικά μπαλώματα που σήμερα έχει καταστεί «τοξικό» για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι το σχήμα του αναβαλλόμενου φόρου (Deferred Tax Credit -DTC).
Το DTC ήταν μια «λογιστική σοφιστεία» που θεσπίστηκε σε δύο δόσεις το 2013 και το 2014 (παρά τις προειδοποιήσεις της ΕΚΤ) και με την οποία ο αποκαλούμενος αναβαλλόμενος φόρος (DTA ή Deferred Tax Assets), αναγνωρίσθηκε ως εποπτικό κεφάλαιο των τραπεζών.
Πως έγινε αυτό; Επειδή το Δημόσιο εγγυήθηκε ότι στο μέλλον, σε περίπτωση που οι τράπεζες δεν είχαν θετική κερδοφορία ή εισέρχονταν σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, τότε το Δημόσιο θα αντικαθιστούσε μέρος ή το σύνολο της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης με μετρητά και σε αντάλλαγμα θα λάμβανε μετοχές της τράπεζας ίσης αξίας με το ποσό της χρηματοδότησης. Με τον τρόπο αυτό οι ελληνικές τράπεζες το 2014 θεωρήθηκαν -πρόσκαιρα -επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και οι τότε μέτοχοι τους γλίτωσαν από το να βάλουν «φρέσκα» κεφάλαια στα πιστωτικά ιδρύματα.
Σήμερα ωστόσο ο «τοξικός» αναβαλλόμενος φόρος, το «μπάλωμα» εκείνης της εποχής, έρχεται να επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά και να αποκαλύψει καθολικά την «κακή» ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προ εβδομάδων η Attica Bank ανακοίνωσε ζημίες για το 2020. Ο κανονισμός του DTC επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο να προσφέρει ρευστό ίσο με τις ζημιές της χρήσης και σε αντάλλαγμα να πάρει μετοχές της τράπεζας ίσης χρηματιστηριακής αξίας. Αυτή η ανταλλαγή ρευστού-μετοχών έχει ως συνέπεια, πρώτον, το Δημόσιο να επιβαρυνθεί δημοσιονομικά (για την αγορά μετοχών) και δεύτερον να αυξάνει τη συμμετοχή του στην τράπεζα (κάτι που ειδικά στην περίπτωση της Attica Bank δεν είναι επιθυμητό).
Αλλά μια ακόμη αδυναμία σχετιζόμενη με το DTC αναδείχθηκε στα πλαίσια του προγράμματος «Ηρακλής». Ο «Ηρακλής» έχει συμβάλει στη σημαντική μείωση των «κόκκινων» δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά και σε αυξημένες διαγραφές δανείων. Καθώς οι διαγραφές δανείων «τρώνε» κεφάλαια από τις τράπεζες, η ποιότητα των κεφαλαίων τους επιδεινώνεται, καθώς αυξάνεται το ποσοστό του DTC ως προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων. Στο τέλος του 2019 βρίσκονταν στο 55% και σήμερα ξεπερνά το 60% (με τάση διαρκούς ανόδου).
Πλέον, αναζητείται τρόπος να διευθετηθεί το ζήτημα του αναβαλλόμενου, ωστόσο όπως φαίνεται, δύσκολα θα αποφευχθούν νέες επιβαρύνσεις για τους Έλληνες φορολογουμένους, από την όποια νομοθετική διευθέτηση.