Το αίτημα ΣΜΕΧΑ σε Ψάλτη, τα Greek Statistics και μια μήνυση σχετική με τις DryShips - Top Ships
Το αίτημα ΣΜΕΧΑ και η απάντηση Ψάλτη
Επιστολή στο Διευθύνοντα Σύμβουλο της Alpha Bank Βασίλη Ψάλτη απηύθυνε ο Σύνδεσμος Μελών Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΣΜΕΧΑ) ζητώντας να προβλεφθεί αμοιβή για τις ελληνικές χρηματιστηριακές εταιρείες, στα πλαίσια της επικείμενης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας ύψους 800 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, στην επιστολή υπογραμμίζεται ο ρόλος που θα διαδραματίσουν οι ΕΠΕΥ στην επιτυχία της δημόσιας προσφοράς που θα τρέξει η Alpha Bank για τους Έλληνες επενδυτές, καθώς όχι μόνον θα ενημερώσουν αναλυτικά τους πελάτες τους για την ΑΜΚ, αλλά θα διεκπεραιώσουν και την έγκαιρη και πλήρη συγκέντρωση του συνόλου των σχετικών αιτήσεων. Οι ενέργειες αυτές που αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχή ολοκλήρωση της δημόσιας προσφοράς, συνεπάγονται αυξημένα διαχειριστικά κόστη για τις χρηματιστηριακές, κάτι που ο ΣΜΕΧΑ υπογραμμίζει στην επιστολή του προς τον Βασίλη Ψάλτη. Η κίνηση του ΣΜΕΧΑ έγινε πριν από την κατάρτιση του ενημερωτικού δελτίου της αύξησης κεφαλαίου, ώστε η διοίκηση της Alpha Bank να συνυπολογίσει το σχετικό κόστος. Πληροφορίες της στήλης αναφέρουν πως το αίτημα θα ικανοποιηθεί από τον CEO της Alpha Bank και πως η θετική απάντηση θα κοινοποιηθεί ακόμη και εντός της ημέρας. Να αναφέρουμε στο σημείο αυτό πως στην ΑΜΚ της Τράπεζας Πειραιώς δεν είχε προβλεφθεί η αποζημίωση των ελληνικών χρηματιστηριακών εταιρειών από το κονδύλι των 82 εκατ. ευρώ που προϋπολογίσθηκε για τα έξοδα της έκδοσης. Αυτή η παράλειψη προκάλεσε την αντίδραση του ΣΜΕΧΑ που επικοινώνησε το ζήτημα στον CEO της Πειραιώς Χρήστο Μεγάλου, αρχικά με επιστολή στις 23 Απριλίου και εν συνεχεία σε συνάντηση. Ο κ. Μεγάλου αναγνώρισε – και αυτός- το δίκαιο του αιτήματος και ανέθεσε στον Ιωσήφ Μιχαηλίδη, Γενικό Διευθυντή της Τράπεζας Πειραιώς, να διευθετήσει το ζήτημα.
«Μη μου τον Γεωργίου τάραττε»
Στις 29 Φεβρουαρίου 2012, η ελληνική κυβέρνηση είχε δεσμευθεί εγγράφως, με κείμενο το οποίο είχε υπογράψει ο τότε πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος πως θα ακολουθούσε μια σειρά από πρακτικές και ενέργειες με στόχο την ενδυνάμωση του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος, τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας, της αξιοπιστίας και της αμεροληψίας του, καθώς και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης προς αυτό. Το ως άνω κείμενο εγκρίθηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο με τον τίτλο «Δέσμευση για Εμπιστοσύνη στις Στατιστικές» (Commitment on Confidence in Statistics). Πως και θυμηθήκαμε το όλο θέμα; Μας το θύμισε χθες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αιφνιδιάζοντάς μας μερικώς. Ειδικότερα, η δήλωση που εξέδωσε χθες το ΔΝΤ για την Ελλάδα κατέληγε με «περίεργο» τρόπο. Τι εννοούμε; Αφενός καλούσε την κυβέρνηση να διασφαλίσει τη «διαφάνεια» στον τομέα των εκτάκτων δαπανών που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Αφετέρου την καλούσε να προστατεύσει την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του προσωπικού της, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να τηρήσει τη «Δέσμευση για την Εμπιστοσύνη στις Στατιστικές» που είχε εγκρίνει η ελληνική κυβέρνηση το 2012. Δεδομένου ότι μια τέτοια αναφορά δεν συνάδει με μια χώρα της οποίας τα δημόσια στατιστικά έχουν επικυρωθεί ως άρτια για 22 συνεχόμενες φορές από την Eurostat, αναρωτηθήκαμε εάν η αναφορά αυτή έγινε εξ αφορμής της συνεχιζόμενης περιπέτειας του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου. Η απάντηση που λάβαμε από τον επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα Ντένις Μπότμαν είναι πως η αναφορά έγινε πράγματι για την υπόθεση Γεωργίου, την οποία το Ταμείο θεωρεί ως σοβαρή εκκρεμότητα.
Μηνύσεις της SEC με ελληνικό ενδιαφέρον
Οι ναυτιλιακές εταιρείες DryShips του εφοπλιστή Γιώργου Οικονόμου και Top Ships του εφοπλιστή Ευάγγελου Πιστιόλη ήλθαν προ ημερών στο προσκήνιο λόγω μήνυσης που υπέβαλε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) κατά της επενδυτικής φίρμας BTIG LLC για παραβίαση των κανόνων που αφορούν στις ακάλυπτες ανοιχτές πωλήσεις (naked short selling). Σύμφωνα με την μήνυση της SEC, από τον Δεκέμβριο του 2016 έως τον Ιούλιο του 2017 η BTIG παραβίασε τη χρηματιστηριακή νομοθεσία των ΗΠΑ οδεύοντας περισσότερες από 90 εντολές πώλησης για το hedge fund Kalani Investments που ήταν πελάτης της, με το συνολικό ύψος των παράνομων πωλήσεων να ξεπερνάει τα 250 εκατ. δολάρια. Σύμφωνα με την μήνυση, η BTIG αγνόησε γεγονότα που καταδείκνυαν πως η Kalani Investments - ένα fund με 750 εκατ. ευρώ κεφάλαια υπό διαχείριση εκείνη την περίοδο -, δεν κατείχε τους τίτλους των DryShips και Top Ships που πωλούσε και έτσι δεν θα ήταν σε θέση να τους παραδώσει μέχρι την ημερομηνία διακανονισμού. Η SEC ισχυρίζεται ότι η BTIG γνώριζε τα προβλήματα σχετικά με τη συμμόρφωση του fund Kalani Investments , είχε γνώση της καθαρής αρνητικής θέσης του fund στους τίτλους που πωλούσε, ενώ υποστηρίζει πως η BTIG είχε γνώση και της αδυναμίας του hedge fund να τεκμηριώσει ότι κατείχε τους τίτλους κατά την ημερομηνία διαπραγμάτευσης. Δεδομένου ότι η δίκη της BTIG LLC σε δικαστήριο της Νέας Υόρκης μόλις ξεκίνησε, οι αποκαλύψεις για το τί συνέβη με τις μετοχές των DryShips και Top Ships αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον.
Οι περιορισμοί της MoonPay
Η MoonPay είναι μια εταιρεία χρηματοοικονομικής τεχνολογίας που δημιουργεί υποδομές πληρωμών με κρυπτονομίσματα. Η MoonPay δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 160 χώρες και την εμπιστεύονται κορυφαία πορτοφόλια, ιστότοποι και εφαρμογές για την αποδοχή πληρωμών. Την παρελθούσα εβδομάδα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Μάλτας «διέταξε» την MoonPay, η οποία διαθέτει άδεια εικονικής χρηματοοικονομικής περιουσίας από τις αρχές της χώρας, να σταματήσει άμεσα την «άγρα» νέων πελατών (cease the on-boarding of new clients with immediate effect). Και αυτή η εντολή των αρχών της Μάλτας δόθηκε διότι υπήρξε ραγδαία πτώση των τιμών των κρυπτονομισμάτων και ως εκ τούτου μείωση του ενεργητικού της εταιρείας. Γιατί αναφερόμαστε στην MoonPay; Διότι εκ των διευθυντών της MoonPay είναι η Theodora Vardi, Ελληνίδα με έντονη δραστηριοποίηση στις αγορές των crypto και blockchain. Πάντως, τα προβλήματα της MoonPay είναι προβλήματα που αντιμετωπίζουν παρόμοιες εταιρείες σε όλο τον κόσμο. Το ερώτημα είναι αν όλες οι εποπτικές αρχές που έχουν αδειοδοτήσει παρόμοιες εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, έχουν δείξει παρόμοια αντανακλαστικά με εκείνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Μάλτας.