ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Η Ελλάδα ουραγός στην ποιότητα της απασχόλησης στην ΕΕ

Οι επιπτώσεις του διττού σοκ προσφοράς-ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία Covid-19 στο μακροοικονομικό και στο παραγωγικό σύστημα της οικονομίας είναι σημαντικές και αποτυπώνονται στη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας σημαντικών κλάδων της οικονομίας, αναφέρει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ στην Ετήσια Έκθεση 2021 για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση.
INTIME

Κατά το ΙΝΕ ΓΣΕΕ η Ελλάδα το 2020 είχε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη, με το πραγματικό ΑΕΠ να μειώνεται κατά 8,2%. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται κυρίως στην κάμψη των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 17 δισ. ευρώ (9,34% του ΑΕΠ του 2019) και της κατανάλωσης κατά 6 δισ. ευρώ.

Οι εγχώριες επενδύσεις δεν φαίνεται, για ακόμη μια φορά, να μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρή επεκτατική δυναμική. Η μείωση των επενδύσεων των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων περιορίστηκε στα 721 εκατ. ευρώ, ενώ το φυσικό κεφάλαιό τους συνέχισε να μειώνεται αφού οι επενδύσεις εξακολουθούν να υπολείπονται των αποσβέσεων.

Μεταξύ 2010 και 2020 ο μέσος ρυθμός μείωσης του κεφαλαίου ήταν 0,5% ανά τρίμηνο. Σωρευτικά, τη
δεκαετία που πέρασε χάθηκε το 25% του φυσικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων.

Το α’ τρίμηνο του 2021 οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους και ταυτόχρονα το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων στην Ευρωζώνη. Η συμπεριφορά αυτή του επιχειρηματικού τομέα αποτελεί μια πραγματική διαρθρωτική ιδιαιτερότητα του ελληνικού αναπτυξιακού
υποδείγματος.

Κερδοφορία και επενδύσεις

Βάσει αυτού του δεδομένου, οι σχεδιασμένες οικονομικές πολιτικές που προσανατολίζονται στην περαιτέρω αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων είναι πιθανό να αποδειχθούν αναποτελεσματικές για να
ενθαρρύνουν έναν σημαντικό όγκο νέων επενδύσεων.

Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ, και των ροών εισοδήματος και ρευστότητας που αυτή συνεπάγεται, αναζωπυρώνει τη σημασία της ευθραυστότητας και της χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας των θεσμικών τομέων της οικονομίας, η κατάσταση των οποίων θα προσδιοριστεί από τη διάρκεια και την ένταση της ανάκαμψης της οικονομίας και την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής.

Για πρώτη φορά από το 2012, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν θετικές εξαιτίας της αποχής τους από την κατανάλωση λόγω των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Παρά ταύτα, το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο είναι βραχυπρόθεσμο, βελτίωσε τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση. Βέβαια, η ανισότητα πλούτου και εισοδήματος αποκρύπτει τον μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο που είχε η πανδημία στα φτωχότερα νοικοκυριά, των οποίων η χρηματοοικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω της μείωσης του
εισοδήματός τους.

Την ίδια στιγμή η πτώση της κατανάλωσης και η μειωμένη ζήτηση επιδείνωσαν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων.

Αγορά εργασίας

Ο δημόσιος τομέας πρέπει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον βιώσιμο αναπτυξιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Η ταχεία και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας για τη στήριξη της ποιοτικής απασχόλησης, της εκπαίδευσης και της υγείας, και την προώθηση της περιβαλλοντικής αειφορίας και της καινοτομίας θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να συμβάλει καθοριστικά στον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού υποδείγματος.

Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας και στους εργαζομένους είναι επίσης σημαντικές. Οι άνευ προηγουμένου μειώσεις του χρόνου εργασίας που έγιναν στο πλαίσιο των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης έχουν αυξήσει δραματικά την επισφάλεια πολλών θέσεων εργασίας. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι όλα τα ευρήματά μας για ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα δείχνουν ότι αυτή απέχει σημαντικά από το να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και απασχόλησης στους εργαζομένους.

Το δ’ τρίμηνο του 2020 υπήρξε μια παράλληλη μείωση της απασχόλησης και της ανεργίας, λόγω της αύξησης του αριθμού των ατόμων σε αναστολή εργασίας. Με την επαναφορά των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών εκτινάχθηκε, με τη διαφορά σε σχέση με
το αντίστοιχο διάστημα του 2019 να υπερβαίνει τα 160 χιλ. άτομα.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ έχει προτείνει τη θεσμοθέτηση του «εργοδότη ύστατης καταφυγής» με πολύ σημαντικές θετικές μακροοικονομικές, αναπτυξιακές και κοινωνικές συνέπειες.

Η Ελλάδα έχει τη χειρότερη επίδοση ως προς την ποιότητα της απασχόλησης στην ΕΕ και ταυτόχρονα το υψηλότερο ποσοστό υποβάθμισης της εργασίας σε σχέση με το 2010.

Ο δείκτης ποιότητας της απασχόλησης της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Εργατικών Συνδικάτων, που ενσωματώνει βασικούς δείκτες/στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, εμφανίζει την Ελλάδα το
2019 στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος που παρουσίασε τόσο μεγάλη πτώση στον δείκτη ποιότητας της απασχόλησης.

Συγκεκριμένα, μεταξύ 2010 και 2019 ο δείκτης μειώθηκε κατά 11,45%, ενώ στην Πορτογαλία κατά 3,21% και στην Κύπρο κατά 1,96%. Σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε βελτίωση.

Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η ποιότητα της απασχόλησης είναι τόσο χαμηλή στην Ελλάδα έχει να κάνει με τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας.

Η διάρκεια της τυπικής εβδομαδιαίας εργασίας είναι η υψηλότερη στην ΕΕ και η τρίτη υψηλότερη αν συνυπολογίσουμε την Τουρκία, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Βόρεια Μακεδονία. Παράλληλα, η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό απασχολουμένων που εργάζονται με παρατεταμένο ωράριο, δηλαδή από 49 ώρες και άνω, μετά την Τουρκία, και το υψηλότερο ποσοστό μισθωτών στην ΕΕ που εργάζονται
Σάββατο και Κυριακή.

Η διευρυμένη χρήση υπερεργασίας φέρνει την αγορά εργασίας της Ελλάδας πιο κοντά στο πρότυπο των βαλκανικών χωρών, αναδεικνύοντας το αναπτυξιακό χάσμα της με τις χώρες της Ευρωζώνης.

Η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός μειώθηκε σε σχέση με το 2010, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπήρξε περαιτέρω επιδείνωσή του.

Η απόκλιση του μέσου μισθού από αυτόν του μέσου όρου της Ευρωζώνης είναι ακόμα πιο σημαντική αν συνυπολογιστεί ότι στα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων υπάρχει ισχυρή σύγκλιση, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μια ειδική περίπτωση παλινδρόμησης της κοινωνικής ευημερίας.

Η Ελλάδα είναι επίσης το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο για το ίδιο διάστημα υπήρξε απώλεια της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού και ταυτόχρονα του κατώτατου μισθού. Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν την αγοραστική δύναμη των μισθωτών πιο κοντά στην αντίστοιχη των μισθωτών στα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης.

Το ίδιο ισχύει και για το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο αποκλίνει σημαντικά από τα ισχύοντα στη βόρεια, την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας.

Ρόλο-κλειδί στην ανάκαμψη της οικονομίας το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα έχει η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Για να συμβεί αυτό, είναι αναγκαία η δέσμευση της οικονομικής πολιτικής στην αύξηση της παραγωγικής και της ποιοτικής απασχόλησης και στη θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Είναι επίσης πολύ σημαντικό να προστατευτούν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα σχετικά με τα νόμιμα και τα ανώτατα όρια του χρόνου εργασίας, την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας. Η καθυστέρηση όσον αφορά την πλήρη ανάκαμψη της απασχόλησης και των εισοδημάτων θα επιβραδύνει τη δυναμική που θα επιφέρει η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.