ΤτΕ: Επικίνδυνη για τις τράπεζες μια απότομη πτώση των τιμών των ελληνικών ομολόγων
Στην προειδοποίησή πως η ενίσχυση της διασύνδεσης του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση, αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων, προχωρεί η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Στην έκθεση της ΤτΕ αναφέρεται πως το ανοίγματα των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου αυξήθηκαν από 8,8% επί του συνόλου ενεργητικού τους στις 30.06.2020, στο 10,1% στις 31.12.2020 και το γεγονός αυτό πιστοποιεί ξεκάθαρα τη διεύρυνση που έχει πραγματοποιηθεί στο επίπεδο διασύνδεσης μεταξύ των δύο τομέων την τελευταία περίοδο.
Όπως τονίζεται, η μελλοντική πορεία των ανοιγμάτων των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε χρεωστικούς τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου θα εξαρτηθεί τόσο από τη διατήρηση των μέτρων στήριξης της εθνικής οικονομίας, όσο και από τις επιλογές για χρηματοδότηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, για τη διαχείριση της ρευστότητας των τραπεζών και για να πληρούνται οι κανονιστικές απαιτήσεις κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio-LCR), οι τράπεζες ωθούνται στην κατοχή κρατικών ομόλογών καθώς και άλλων τίτλων με υψηλή εμπορευσιμότητα.
Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα σημειώνει πως οι αποτιμήσεις παραμένουν υψηλές και συνεπώς μια απότομη προσαρμογή στις τιμές των ομολόγων λόγω μιας μη αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεδομένων και επιδείνωσης στις συνθήκες χρηματοδότησης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της μεταβλητότητας και μείωση της ρευστότητας της αγοράς, η οποία θα ενίσχυε τους κραδασμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στο πλαίσιο αυτό, τονίζει πως «η διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση, η οποία αναμφισβήτητα βρίσκεται σε φάση ενίσχυσης, αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων», ενώ αναγνωρίζει πως το επίπεδο των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα.
Τέλος, σημειώνει πως η ανατροφοδότηση μεταξύ των δύο τομέων, Δημοσίου και τραπεζών, μπορεί να μειώσει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να επιτελέσει τη διαμεσολαβητική του λειτουργία, και ταυτόχρονα μπορεί να υποχρεώσει τις κεντρικές κυβερνήσεις σε λήψη μέτρων για στήριξη του τραπεζικού συστήματος.