Η Κομισιόν εξετάζει την αύξηση του αποθεματικού για κρίσεις στον γεωργικό τομέα
Πρόκειται για αποθεματικό έκτακτης ανάγκης το οποίο διατηρείται με την εφαρμογή ετήσιας μείωσης ύψους 400 εκατ. ευρώ (σε σταθερές τιμές 2011) στον προϋπολογισμό των άμεσων ενισχύσεων.
Εάν το αποθεματικό δεν χρησιμοποιηθεί έως το τέλος ενός οικονομικού έτους, η μείωση αυτή επιστρέφεται στους γεωργούς το επόμενο έτος. Στην πράξη, η ΕΕ δεν έχει προσφύγει ποτέ στο αποθεματικό για κρίσεις.
Ενόψει του επόμενου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2021-2027, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε να ενισχυθεί ο ρόλος και ο δυνητικός αντίκτυπος του αποθεματικού για κρίσεις, καθιστώντας τη χρήση του περισσότερο ευέλικτη και επιτρέποντας τη μεταφορά μη χρησιμοποιηθέντων ποσών από ένα οικονομικό έτος στο επόμενο.
Πρότεινε επίσης η χρηματοδότηση του αποθεματικού να είναι ανεξάρτητη από τις άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς, αλλά βέβαια στο πλαίσιο του συνολικού προϋπολογισμού της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής.
Η πρόταση της ΕΕ σχετίζεται και με την υγειονομική κρίση, αλλά και με τις ανησυχίες για ευρύτερες ελλείψεις σε συγκεκριμένες αγορές, όπως π.χ. αυτή του αγελαδινού γάλακτος.
Η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος συγκαταλέγεται μεταξύ των δύο κορυφαίων κατ’ αξία γεωργικών τομέων της ΕΕ (59,3 δισ. ευρώ το 2019) και αντιστοιχεί στο 14 % περίπου της γεωργικής παραγωγής.
Το 2019, οι κύριες γαλακτοπαραγωγοί χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Ιταλία και Ιρλανδία) αντιπροσώπευαν κατ’ όγκο περίπου τα τρία τέταρτα της παραγωγής γάλακτος της ΕΕ.
Μεταξύ των ετών 1984 και 2015, η ΕΕ εφάρμοζε ένα σύστημα ποσοστώσεων γάλακτος, με το οποίο επιδίωκε την επιβολή ανώτατων ορίων στη συνολική παραγωγή. Από το 2009, οι συνολικές ποσοστώσεις των κρατών μελών σταδιακά αυξάνονταν, μέχρι την κατάργηση του συστήματος την 1η Απριλίου 2015.
Το 2019, η συνολική παραγωγή γάλακτος στην ΕΕ ανήλθε σε περίπου 168 εκατομμύρια τόνους, το 95 % περίπου των οποίων παραδόθηκε σε γαλακτοκομικές μονάδες.