Σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου για την επικουρική ασφάλιση

Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση τέθηκε το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με τίτλο: «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά: εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης και συναφείς διατάξεις». Η διαβούλευση θα διαρκέσει, μέχρι την Τρίτη 13/07/2021.
INTIME

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η εισαγωγή και εφαρμογή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος οικονομικής λειτουργίας στην επικουρική ασφάλιση και η ίδρυση ενός νέου, δημόσιου Ταμείου, του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Κ.Α.), το οποίο θα είναι αρμόδιο για τη διαχείριση της λειτουργίας της νέας επικουρικής ασφάλισης. Μέσω αυτού, επιδιώκεται η διασφάλιση της επάρκειας των επικουρικών συντάξεων των σημερινών νέων και μελλοντικών συνταξιούχων, όπως έγινε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ως απάντηση στην επίπτωση που έχει η δημογραφική γήρανση στο συνταξιοδοτικό τους σύστημα.

Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, κύριας και επικουρικής, υπήρξε ανέκαθεν διανεμητικό. Αυτό σημαίνει ότι οι καταβαλλόμενες ετήσιες εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών καλύπτουν τις κατ' έτος καταβαλλόμενες συντάξεις. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης οι τρέχουσες εισφορές των ασφαλισμένων δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των τρεχουσών συντάξεων. Αντιθέτως, συγκεντρώνονται σε ατομικούς λογαριασμούς, αποταμιεύονται και επενδύονται στη βάση προκαθορισμένων κανόνων και διαδικασιών και εν τέλει χρηματοδοτούν το εισόδημά τους, όταν συνταξιοδοτηθούν.

Η νέα μορφή της επικουρικής ασφάλισης δεν μεταβάλλει το καθεστώς επικουρικής ασφάλισης των σημερινών συνταξιούχων: δεν επηρεάζονται οι υφιστάμενες επικουρικές συντάξεις, οι εισφορές ή το εύρος των καλύψεων που αυτοί απολαμβάνουν. Προς το σκοπό αυτό, υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο προτεινόμενο νομοσχέδιο για την κάλυψη των παροχών του ισχύοντος διανεμητικού συστήματος.

Επιπλέον, η εισαγωγή στοιχείων κεφαλαιοποίησης δεν επηρεάζει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της επικουρικής ασφάλισης, η οποία διατηρεί το δημόσιο χαρακτήρα της: εξακολουθεί να αποτελεί το δεύτερο σκέλος της κοινωνικής ασφάλισης και διατηρεί την παρακολουθηματική και συμπληρωματική φύση της σε σχέση με την κύρια ασφάλιση, τελώντας υπό την κρατική μέριμνα και εγγύηση, σύμφωνα με το άρθρο 22§5 του Συντάγματος.

Η διαχείριση της λειτουργίας της νέας επικουρικής ασφάλισης ανατίθεται σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), με την επωνυμία «Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης» (ΤΕΚΑ). Με την ίδρυσή του, υλοποιείται η συνταγματική επιταγή που αναφέρεται στην υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση τόσο για την κύρια όσο και για την επικουρική, η οποία λειτουργεί ως εγγυητικό πλέγμα προς όσους ασφαλίζονται υποχρεωτικά ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, διασφαλίζοντας ότι αυτοί απολαμβάνουν τη μέγιστη δυνατή προστασία.

Το υπό ίδρυση Ταμείο θα χορηγεί στον ασφαλισμένο επικουρική σύνταξη ως συμπληρωματική προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση των κινδύνων του γήρατος, της αναπηρίας και του θανάτου. Η παροχή περιοδικά καταβαλλόμενης επικουρικής σύνταξης θα συμβάλει -από κοινού με την κύρια σύνταξη- στη διασφάλιση στο συνταξιούχο αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης και συμμετοχής στην κοινωνική ζωή, που δεν θα διαφέρει ουσιωδώς από αυτό που απολάμβανε κατά τον εργασιακό βίο του.

Εν κατακλείδι, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση, της οποίας ο χαρακτήρας είναι κατ' εξοχήν προνοητικός και μακρόπνοος, επιχειρεί το βέλτιστο συνδυασμό των πλεονεκτημάτων των δύο συστημάτων, διανεμητικού και κεφαλαιοποιητικού, με τη διατήρηση του διανεμητικού στην κύρια και την πλήρη εφαρμογή του κεφαλαιοποιητικού στην επικουρική ασφάλιση, ώστε να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των μελλοντικών συνταξιούχων, χωρίς να θίγει αυτό των τωρινών. Εξάλλου, για ολόκληρες γενιές µεταπολεµικά, η κοινωνική ασφάλιση αποτέλεσε το πλέον ορατό κομμάτι της κοινωνικής προστασίας και την πλέον απτή εγγύηση για τη διατήρηση και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και της συλλογικής ευηµερίας. Αυτό οφείλουμε να εξασφαλίσουμε και στις μελλοντικές γενιές και αυτό επιχειρούμε με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση» επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση.

Ποιους φορείς ή πληθυσμιακές ομάδες αφορά

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, «στο πεδίο εφαρμογής της αξιολογούμενης ρύθμισης υπάγονται υποχρεωτικά όλα τα πρόσωπα -ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας- που αναλαμβάνουν για πρώτη φορά από 1.1.2022 και εφεξής εργασία-απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα, για την οποία υφίσταται, μέχρι την ανωτέρω ημεροχρονολογία, υποχρέωση υπαγωγής στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ).

Στην αξιολογούμενη ρύθμιση προβλέπεται επιπλέον η δυνατότητα προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση του Ταμείου, όσων είναι ήδη ασφαλισμένοι -υποχρεωτικά ή προαιρετικά - στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ και έχουν γεννηθεί από 1.1.1987 και εξής.

Στα προαιρετικά υπακτέα πρόσωπα ανήκουν, επίσης, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το 35ο έτος της ηλικίας τους κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης υπαγωγής στην ασφάλιση του Ταμείου οι αυτοαπασχολούμενοι υγειονομικοί, τα πρόσωπα που ασκούν επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και τα πρόσωπα που, βάσει ειδικής ή γενικής διάταξης νόμου, εξαιρούνται της υποχρεωτικής υπαγωγής στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να ασκήσουν το εν λόγω δικαίωμα οποτεδήποτε, μέχρι τη συμπλήρωση του 35ου έτους της ηλικίας τους».

Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή

Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκτιμά την παρούσα αξία της επιπρόσθετης αυτής χρηματοδότησης -το λεγόμενο κόστος μετάβασης- μεταξύ 49 και 78 δισ. ευρώ. Στο βασικό σενάριο, με επιτόκιο προεξόφλησης 3,5% και παραδοχή ότι στο νέο σύστημα θα ενταχθεί το 20% των νέων έως 35 ετών που βρίσκονται σήμερα ασφαλισμένοι στο ΕΤΕΑΕΠ, καθώς και το 5% των ελεύθερων επαγγελματιών που δεν έχει σήμερα υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση, το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 56 δισ. ευρώ.

Στο βασικό σενάριο της αναλογιστικής μελέτης, το κόστος της μετάβασης για την πρώτη δεκαετία ανέρχεται σωρευτικά σε 3 δισ. ευρώ.

Η εθνική αναλογιστική αρχή σημειώνει ότι ο αριθμός των ασφαλισμένων του νέου Ταμείου θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, όπως και οι εισφορές που θα κατευθύνονται προς το σύστημα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια, από το 2030 και έως το 2070, η εξέλιξη της περιουσίας του Ταμείου ως ποσοστό του ΑΕΠ να είναι πολύ σημαντική (ξεκινά το 2030 με 1,19% του ΑΕΠ με αποδόσεις 3% και φθάνει 38% του ΑΕΠ το 2070, και παραδοχή αποδόσεων 4,5%).

Η αναλογιστική μελέτη δείχνει επίσης τη δυσοίωνη εξέλιξη του υπάρχοντος συστήματος επικουρικής ασφάλισης, που σταδιακά θα στερείται ασφαλισμένων και των ανάλογων πόρων. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ το 2021 η αναλογία ενεργών ασφαλισμένων προς συνταξιούχους είναι 2,67:1, ήδη το 2045 προβλέπεται να μειωθεί σε 1,60:1. Κατά συνέπεια, τα ποσοστά αναπλήρωσης που θα μπορεί να υποστηρίξει η υφιστάμενη διανεμητική επικουρική σύνταξη, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, αναμένεται να μειωθούν.