Μείωση προστίμων και ποινών για όσους «ξεπλένουν» χρήμα – Τι προβλέπει σχέδιο νόμου
Το σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας - Τροποποίηση του ν. 4557/2018 - Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου και διατάξεις για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης», φέρνει στα «μέτρα» του νέου Ποινικού Κώδικα τις ποινές για το ξέπλυμα χρήματος, μειώνοντάς αισθητά το ύψος των χρηματικών προστίμων.
Με τον τρόπο αυτό οι ποινές καθίστανται λιγότερο αποτρεπτικές και δεν υιοθετείται το πνεύμα της Οδηγίας 2018/1673 που αναφέρει (άρθρο 5) πως τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τα αδικήματα της υποβοήθησης και συνέργειας, ηθική αυτουργίας και απόπειρας νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες «τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις».
Οι σημερινές ποινές
Είναι ενδεικτικό πως σήμερα στη βάση των προβλέψεων του άρθρου 39 του Ν. 4557/2018 οι Ποινικές Κυρώσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι αυστηρές και αποτρεπτικές. Συγκεκριμένα προβλέπεται:
- Κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή από 20.000 ευρώ έως 1 εκατ. ευρώ για τον υπαίτιο πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
- Κάθειρξη και χρηματική ποινή από 30.000 ευρώ έως 1,5 εκατ. ευρώ, εφόσον ο υπαίτιος έδρασε ως υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό αδίκημα αφορά σε δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου και σε δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων.
- Κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και χρηματική ποινή από 50.000 ευρώ έως 2 εκατ. ευρώ, αν ο υπαίτιος ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας.
- Φυλάκιση μέχρι δύο ετών για τον υπάλληλο υπόχρεου νομικού προσώπου ή όποιου άλλου υπόχρεου προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών προσώπου παραλείπει από πρόθεση να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότητες ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών, διοικητικών ή κανονιστικών διατάξεων και κανόνων, εφόσον για την πράξη του δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλες διατάξεις.
- Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων με φυλάκιση ενός τουλάχιστον έτους και με χρηματική ποινή από 10.000 ευρώ, έως πεντακόσιες 500.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, που δεν είναι συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και του β΄ βαθμού ή σύζυγος, θετός γονέας ή θετό τέκνο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος.
Νέες ποινές
Το νέο πλαίσιο κυρώσεων και ποινών που προβλέπει το νομοσχέδιο που κατέθεσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας προβλέπει χαμηλότερες ποινές για το ξέπλυμα χρήματος, μειώνοντάς τόσο το χρόνο προσωποκράτησης, όσο και τις χρηματικές ποινές που πλέον τις ορίζει με «ημερήσιες μονάδες» και όχι με συγκεκριμένα ποσά.
Σύμφωνα με το άρθρο 57 του νέου Ποινικού Κώδικα η ημερήσια μονάδα δεν μπορεί να είναι κατώτερη από 1 ευρώ ούτε ανώτερη από 100 ευρώ.
Το άρθρο 6 του νομοσχεδίου που συζητείται στη Βουλή αναφέρει τα εξής για τις ποινές:
«1. α) Ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ έτη και με χρηματική ποινή από τριακόσιες (300) έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες (σ.σ. το μέγιστον 100.000 ευρώ).
β) Ο υπαίτιος των πράξεων της περ. α΄ τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και με χρηματική ποινή από χίλιες (1.000) έως πέντε χιλιάδες (5.000) ημερήσιες μονάδες: αα) αν το αντικείμενο της νομιμοποίησης υπερβαίνει συνολικά σε αξία το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ή ββ) αν η πράξη τελείται από υπόχρεο φυσικό πρόσωπο κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή από πρόσωπο του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 46, ή γγ) αν η περιουσία που είναι αντικείμενο νομιμοποίησης προέρχεται από τα κακουργήματα των περ. α΄, β΄, γ΄, η΄ και θ΄ του άρθρου 4, καθώς και των άρθρων 323Α, 374, 380, της παρ. 2 και του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 385 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ, 4619/2019, Α΄ 95), της παρ. 5 του άρθρου 29 και του άρθρου 30 του ν. 4251/2014 (Α’ 80).
γ) Ο υπαίτιος των πράξεων της περ. α΄ τιμωρείται με κάθειρξη και με χρηματική ποινή από δύο χιλιάδες (2.000) έως δέκα χιλιάδες (10.000) ημερήσιες μονάδες, αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης, η οποία επιδιώκει την τέλεση πράξεων νομιμοποίησης.
δ) Αν το βασικό αδίκημα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή έως τριακόσιες (300) ημερήσιες μονάδες. Αν η πράξη τελέστηκε κατ’ επάγγελμα επιβάλλονται οι κυρώσεις της περ. γ’.
ε) Η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων, αυτουργού και συμμετόχων για τις πράξεις των περ. α΄, β΄, γ΄ και δ΄, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος. Σε κάθε περίπτωση, ο αυτουργός ή ο συμμέτοχος της πράξης της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 μένει ατιμώρητος εάν κριθεί ένοχος, με την ίδια ή με προγενέστερη απόφαση, για την τέλεση του βασικού αδικήματος, εκτός εάν για την πράξη της νομιμοποίησης απειλείται στερητική της ελευθερίας ποινή με υψηλότερο ανώτατο όριο. Η απαλλαγή κατά το προηγούμενο εδάφιο δεν αποκλείει την επιβολή ποινής στους λοιπούς αυτουργούς ή συμμετόχους της πράξης της νομιμοποίησης. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό αδίκημα, η ποινή κατ’ αυτού ή των οικείων του για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που έχουν προκύψει από το ίδιο βασικό αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος.
στ) Με φυλάκιση και χρηματική ποινή έως πεντακόσιες (500) ημερήσιες μονάδες τιμωρείται ο υπαίτιος του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 που δεν είναι συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι οικείος του υπαιτίου του βασικού αδικήματος».
Η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων
Με το άρθρο 9 του νομοσχεδίου ενσωματώνεται η υποχρέωση για την επιβολή του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων κατηγορούμενων για εμπλοκή σε ξέπλυμα χρήματος , η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9 της Οδηγίας 2018/1673, που παραπέμπει στις διατάξεις της Οδηγίας 2014/42/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στη νέα ρύθμιση του άρθρου 42 για τη δέσμευση και την απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, επέρχονται βελτιώσεις σε σχέση με την ισχύουσα σήμερα διάταξη, ενώ γίνονται και αρκετές προσαρμογές προς τις ρυθμίσεις του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ, ν. 4620/2019, Α΄ 96).
Μεταξύ άλλων το νομοσχέδιο αναφέρει τα εξής:
«7. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η δέσμευση των λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθούν σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες κατά την περ. δ της παρ. 2 του άρθρου 48. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία που συλλέγονται νόμιμα από την Αρχή, αποτελούν στοιχεία της τυχόν σχηματισθείσης ποινικής δικογραφίας που σχετίζονται με τα αδικήματα που αναφέρει η Αρχή και λαμβάνονται υπόψιν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί τραπεζικού, φορολογικού, τηλεπικοινωνιακού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης διαβιβάζονται στον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στις παρ. 4, 5 και 6. Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 36 ΚΠΔ ισχύουν και για τη δέσμευση ή απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης, η οποία διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Για την εξακολούθηση της ισχύος της διάταξης του Προέδρου της Αρχής πέραν των χρονικών ορίων του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνεται, πριν από την παρέλευση αυτών, ο ανακριτής με διάταξή του, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή το δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των παρ. 1 έως 3».
«9. Η δέσμευση του παρόντος αίρεται αυτοδικαίως αν δεν υπάρξει αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την έκδοση της διάταξης ή του βουλεύματος με τα οποία επιβάλλεται το μέτρο. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστικό συμβούλιο, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, αποφασίζει για τη διατήρηση της δέσμευσης, εφόσον συντρέχουν οι σοβαρές ενδείξεις της παρ. 1, ή για τον περιορισμό ή την άρση αυτής. Όταν το συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, αίρει τη δέσμευση και διατάσσει την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων στον δικαιούχο τους. Εφαρμόζεται, επίσης, η παρ. 3 του άρθρου 311 ΚΠΔ. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εφαρμόζεται το άρθρο 373 ΚΠΔ. Στις περιπτώσεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 43 ΚΠΔ και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 51 ΚΠΔ την άρση της δέσμευσης διατάσσει ο εισαγγελέας κατά ανάλογη εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 269 ΚΠΔ. Εφαρμόζεται, επίσης,το άρθρο 544 ΚΠΔ για την αποζημίωση σε περίπτωση που η δέσμευση δεν ήταν δικαιολογημένη».
Το βασικό αδίκημα
Το νέα σχέδιο νόμου εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την ευρωπαϊκή, στο θέμα της «διακριτής» μεταχείρισης του βασικού αδικήματος και του αδικήματος τους ξεπλύματος χρήματος.
Μέχρι σήμερα ο Έλληνας νομοθέτης, σε αντιδιαστολή με τη διεθνή πρακτική, συσχέτιζε το ξέπλυμα χρήματος με το βασικό αδίκημα. Δηλαδή, έπρεπε για παράδειγμα να υπάρξει δίωξη για κακουργηματική φοροδιαφυγή, ή για απιστία ή για δωροδοκία, προκειμένου να ασκηθεί και η δίωξη για το ξέπλυμα χρήματος που πρόκυπτε από τα παραπάνω αδικήματα.
Πλέον το νομοσχέδιο προβλέπει ρητά και ξεκαθαρίζει πως «η άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτουν ποινική δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα».
Αυτή η διατύπωση, που είναι σύμφωνη με το πνεύμα τον Κοινοτικών Οδηγιών, λύνει τα χέρια των εισαγγελικών αρχών που πλέον μπορούν να ασκούν ποινικές διώξεις για ξέπλυμα, ανεξαρτήτως των βασικών αδικημάτων.