Προβλήματα στη χρηματοδότηση των διασυνοριακών περιφερειών αντιμετωπίζει η ΕΕ
Ωστόσο, αρκετές αδυναμίες κατά την υλοποίηση και την παρακολούθηση των προγραμμάτων αυτών περιόρισαν τις δυνατότητές τους να αξιοποιήσουν το δυναμικό των όμορων περιφερειών που κάλυπταν. Οι παραμεθόριες περιφέρειες συχνά εμφανίζουν λιγότερο καλές οικονομικές επιδόσεις σε σύγκριση με άλλες περιφέρειες ενός κράτους μέλους.
Η ΕΕ έχει θέσει σε εφαρμογή προγράμματα για τη μείωση των ανισοτήτων όσον αφορά τον πλούτο και την ανάπτυξη μεταξύ των περιφερειών της. Ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι το Interreg, στόχος του οποίου είναι να βοηθήσει τις παραμεθόριες περιοχές να αξιοποιήσουν το οικονομικό δυναμικό τους, προωθώντας παράλληλα την αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών διαφορετικών εθνών. Ο συνολικός προϋπολογισμός του Interreg για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020 ανήλθε σε 10,1 δισεκατομμύρια ευρώ.
Πάνω από 6 δισεκατομμύρια ευρώ χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση έργων που συνδέονται με τα εσωτερικά σύνορα. Χρηματοδοτήθηκαν περίπου 24 000 έργα μέσω 53 προγραμμάτων συνεργασίας, τα οποία κάλυπταν το 59 % της χερσαίας επιφάνειας της ΕΕ και το 48 % του πληθυσμού της. «Μολονότι η ΕΕ παρέχει ειδική χρηματοδότηση για την οικονομική ανάπτυξη των παραμεθόριων περιοχών, οι δυνατότητές τους δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί στο έπακρο», δήλωσε ο Ladislav Balko, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση.
«Για την υλοποίηση της περιόδου προγραμματισμού 2021-2027, συνιστούμε, αφενός, καλύτερη εστίαση των προγραμμάτων συνεργασίας και, αφετέρου, την κατάταξη των προς χρηματοδότηση έργων βάσει αξιολογικών κριτηρίων». Στην πλειονότητα των προγραμμάτων συνεργασίας που εξέτασαν οι ελεγκτές είχαν αναλυθεί οι ανάγκες των σχετικών περιφερειών· διαπίστωσαν μάλιστα σαφείς διασυνδέσεις μεταξύ των προτεινόμενων στόχων, των προγραμματισμένων εισροών και δραστηριοτήτων, καθώς και των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων και του αντικτύπου τους.
Ωστόσο, τα προγράμματα συνεργασίας δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν όλες τις διασυνοριακές προκλήσεις λόγω του περιορισμένου προϋπολογισμού τους, και οι αρμόδιες για τα προγράμματα αρχές δεν προέβησαν σε προτεραιοποίησή τους προκειμένου να εστιάσουν σε εκείνες που ασκούν τη μεγαλύτερη πίεση στις όμορες περιοχές. Επίσης, ορισμένες από αυτές τις προκλήσεις –παραδείγματος χάριν, ζητήματα διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης– πρέπει, βάσει των κανόνων, να διευθετούνται μεταξύ των κρατών μελών σε εθνικό επίπεδο. Ένα ακόμη πρόβλημα που εντόπισαν οι ελεγκτές είναι η απουσία σαφούς διαχωρισμού μεταξύ των προγραμμάτων που είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση από το Interreg και εκείνων που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από άλλα «βασικά» προγράμματα της πολιτικής συνοχής (παραδείγματος χάριν, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης), με αποτέλεσμα με αποτέλεσμα τα ίδια είδη πράξεων να μπορούν να χρηματοδοτηθούν από περισσότερες πηγές χρηματοδότησης.
Οι ελεγκτές εντόπισαν επίσης έργα με αμφισβητήσιμο διασυνοριακό χαρακτήρα, καθώς η απαιτούμενη «συνεργασία» μεταξύ των εταίρων περιοριζόταν στην υποβολή μιας κοινής πρότασης έργου με σκοπό την εξασφάλιση χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με τους ελεγκτές, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αυξηθεί η προστιθέμενη αξία των παρεμβάσεων της ΕΕ, διότι ο προϋπολογισμός του Interreg θα συρρικνωθεί κατά την περίοδο 2021-2017. Τονίζουν την ανάγκη να προτεραιοποιούνται τα έργα βάσει αξιολογικών κριτηρίων, ώστε να διασφαλίζεται ότι γίνονται δεκτές για χρηματοδότηση μόνον οι καλύτερες προτάσεις, και να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις με άλλες μορφές χρηματοδότησης (παραδείγματος χάριν, θέτοντας ως προϋπόθεση τη συμπληρωματικότητα των συγχρηματοδοτούμενων έργων).
Τέλος, οι ελεγκτές κάνουν θετική μνεία στο γεγονός ότι πολύ λίγα είναι τα διασυνοριακά έργα που ανεστάλησαν ή ακυρώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας COVID-19, κυρίως επειδή πολλά έργα είχαν ήδη ανατεθεί μέσω του Interreg. Ωστόσο, ο αντίκτυπος της κρίσης ήταν ορατός και οι αρμόδιες για τα προγράμματα αρχές κατέβαλαν προσπάθειες να στηρίξουν την υλοποίηση των έργων που είχαν ανατεθεί. Οι αρχές χρησιμοποίησαν επίσης τις δυνατότητες ευελιξίας και απλούστευσης που έδωσε η ΕΕ για τον μετριασμό των επιπτώσεων της πανδημίας, ιδίως τη δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας ολοκλήρωσης των έργων ή υποβολής βασικών εγγράφων.