Σε χαμηλά εξαετίας τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη , λέει το υπουργείο Οικονομικών
Σε ανακοίνωσή του αναφέρει πως η αύξηση των ληξιπρόθεσμων τον Μάιο οφείλεται στην αναστολή πληρωμών και στις παρατάσεις εξόφλησης οφειλών της αντίστοιχης περυσινής περιόδου για όσους έχουν πληγεί από την πανδημία.
Κατά το υπουργείο, τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, που «επιλεκτικά χρησιμοποιεί και διαστρέφει ο ΣΥΡΙΖΑ», αποκαλύπτουν και μια άλλη πτυχή, σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, το νέο ληξιπρόθεσμο 5μήνου 2021 είναι, εξαιρουμένου του 5μήνου 2020 (για το οποίο είχαν παραταθεί οι χρόνοι λήξης των προθεσμιών εξόφλησης οφειλών), το χαμηλότερο των τελευταίων έξι ετών, και συγκεκριμένα από το 2016.
Στην ίδια ανακοίνωση σημειώνεται πως η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει διαθέσει, μέχρι σήμερα, 41 δισ. ευρώ για να κρατήσει ζωντανή την οικονομία, να στηρίξει επιχειρήσεις και εργαζομένους, αλλά και όσους άλλους έχουν πραγματική ανάγκη, με μέτρα όπως:
- τη μείωση των μισθωμάτων και την αποζημίωση των εκμισθωτών (φυσικών και νομικών προσώπων),
- τους επτά κύκλους της Επιστρεπτέας Προκαταβολής,
- την αποζημίωση ειδικού σκοπού,
- την αυξημένη αποζημίωση ειδικού σκοπού,
- το πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών,
- τη μείωση του ΦΠΑ σε πολλαπλά προϊόντα και υπηρεσίες,
- διαδοχικές παρατάσεις αποπληρωμής φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, και
- διαδοχικές παρατάσεις αποπληρωμής των αξιογράφων των πληττόμενων επιχειρήσεων.
«Όλοι γνωρίζουν ότι η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η μόνη που – παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας – προχώρησε και συνεχίζει να προχωρά σε μειώσεις φόρων, όπως είναι η μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή για μισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες και για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ από το 22% στο 9%, η μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 22% κ.ά.
Σε αντίθεση με την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που επέβαλε 29 φόρους και ακολούθησε μια πολιτική ακραίας υπερφορολόγησης όλων», αναφέρεται σχετικά στην ανακοίνωση του υπουργείου.
Τέλος, γίνεται η υπόμνηση πως στα χρόνια διακυβέρνησής του ΣΥΡΙΖΑ οι οφειλές των πολιτών ανήλθαν από τα 75 δισ. στα 105 δισ. ευρώ.