Η ΚΑΠ, η Πράσινη Συμφωνία και η πανδημία: Προκλήσεις και προοπτικές
Κείμενο πολιτικής του Χαράλαμπου Κασίμη, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Το παγκόσμιο σύστημα διατροφής βρίσκεται σε μια κατάσταση μετεξέλιξης. Στο παρελθόν, η Πράσινη Επανάσταση έλυσε προβλήματα παραγωγικότητας και διατροφικής αυτάρκειας σε μεγάλο βαθμό, αλλά προκάλεσε και σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα -με διαφορετική ένταση βέβαια στις διάφορες περιφέρειες παγκοσμίως με συνέπειες για την ποιότητα των εδαφών, τον αέρα, το νερό και τη βιοποικιλότητα.
Στην Ευρώπη η δημιουργία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής το 1962 συνέβαλε στην αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η διασφάλιση της διατροφικής ασφάλειας, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η εξασφάλιση ικανοποιητικού γεωργικού εισοδήματος και η μείωση της φτώχειας. Όμως, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της γεωργίας και του πληθυσμού επιλύονταν σε βάρος του περιβάλλοντος, της φύσης και της βιοασφάλειας, ενώ τώρα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τις διατροφικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις σε συνθήκες αυξανόμενων κοινωνικών πιέσεων. Οι προτεραιότητες δεν είναι οι ίδιες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αλλά όλοι συνομολογούν ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι μεγάλων μετασχηματισμών σε ό,τι αφορά τόσο την παραγωγή όσο και τη διανομή και κατανάλωση των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει τις εν λόγω προκλήσεις τόσο με την πρόταση της νέας ΚΑΠ για την προγραμματική περίοδο 2021-2027, όσο και με τις προτάσεις της «στρατηγικής από το χωράφι στο πιάτο» και της «βιοποικιλότητας», στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050. Στοχεύει -όπως σημειώνει- σε ένα δίκαιο, υγιεινό και περιβαλλοντικά φιλικό σύστημα κατά μήκος όλης της αλυσίδας αξίας, που αναμένεται να οδηγήσει στην υιοθέτηση και εφαρμογή βιώσιμων παραγωγικών προσεγγίσεων όπως η ευφυής γεωργία, η βιολογική γεωργία-κτηνοτροφία, η αγροοικολογία, η αγροδασοπονία και οι αυστηρότεροι όροι για την ασφάλεια τροφίμων, την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων. Αυτά θα συνδυαστούν με τη μείωση της χρήσης λιπασμάτων, χημικών φυτοφαρμάκων, εντομοκτόνων και αντιβιοτικών, με δράσεις για τις μεταφορές, την αποθήκευση και τη συσκευασία, τη σπατάλη των τροφίμων και τον έλεγχο για τη νοθεία, καθώς και με δράσεις ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με τις καταναλωτικές τους επιλογές και τις συνέπειες αυτών για το περιβάλλον, την προστασία της φύσης και τη διατροφική υγεία. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο ρόλο της έρευνας, της γνώσης, της καινοτομίας και της ψηφιοποίησης της γεωργίας για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας στην παραγωγή και στην αντιμετώπιση των σύγχρονων περιβαλλοντικών και οικονομικών προκλήσεων.
Απέναντι σε αυτή την πρόταση πολιτικής, ο αγροτικός κόσμος στην Ευρώπη καλείται από τη μία πλευρά «να κάνει περισσότερα με λιγότερα» και από την άλλη να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό παραγωγικών δυνάμεων που λειτουργούν με χαλαρότερους κανόνες προστασίας του περιβάλλοντος, ασφάλειας τροφίμων και ευζωίας. Πρόκειται για μια δύσκολη εξίσωση την οποία θα κληθούμε κι εμείς, στην Ελλάδα, να διαχειριστούμε σύντομα.
Τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν δεν κυριαρχούν στην ελληνική γεωργία. Στη χώρα μας το βιομηχανικό μοντέλο παραγωγής -θα έλεγε κανείς- περιορίζεται κυρίως στην πτηνοτροφία και δευτερευόντως στη χοιροτροφία και εκεί όχι στον βαθμό και στη συγκέντρωση που συναντάται σε άλλες χώρες, και λιγότερο στη βοοτροφία.
Με βάση αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τόσο με αφορμή τη νέα πρόταση της ΚΑΠ και της Πράσινης Συμφωνίας όσο και με αφορμή την υγειονομική κρίση, έχουμε μια μοναδική ευκαιρία, στη σύνταξη του εθνικού στρατηγικού σχεδίου για τη νέα ΚΑΠ, να συζητήσουμε σοβαρά για τον στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνικής γεωργίας τις επόμενες δεκαετίες.
Με δεδομένα τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας και την υψηλή γεωγραφική παραλλακτικότητα των καλλιεργειών, ο στρατηγικός μας προσανατολισμός θα πρέπει να στοχεύει αφενός στη βελτίωση, από άποψης αποδοτικότητας, του μοντέλου βασικών ομοειδών προϊόντων μαζικής παραγωγής (commodity system of production) που χαρακτηρίζεται από χαμηλές ενιαίες τιμές αλλά και ισχυρό διεθνή ανταγωνισμό, αφετέρου στη σταδιακή μετατόπιση προς το μοντέλο της διαφοροποιημένης παραγωγής προϊόντων ποιότητας και ταυτότητας, γεωγραφικών ενδείξεων και οργανικής γεωργίας, ασφάλειας και πιστοποίησης. Προϊόντα στα οποία μπορεί να εντοπιστεί και το συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής γεωργίας.
Η εμπειρία της υγειονομικής κρίσης του Covid-19 υπαγορεύει ότι, και στις δυο περιπτώσεις, η ικανοποιητική επισιτιστική ασφάλεια και η λειτουργικότητα της αλυσίδας εφοδιασμού της χώρας θα πρέπει να έχουν υψηλή προτεραιότητα.
Αυτό που διαφοροποιεί τα συγκεκριμένα μοντέλα είναι η σχέση τους με τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον. H διαφοροποιημένη, ποιοτική και υψηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγή είναι φιλικότερη προς το περιβάλλον και προστατεύει τους φυσικούς πόρους, σε σύγκριση με τη μαζική και ομογενοποιημένη παραγωγή του εντατικού/βιομηχανικού μοντέλου, και μπορεί να αξιοποιηθεί αποτελεσματικότερα στη σύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τη μεταποίηση, τον τουρισμό, την γαστρονομία και τους υπόλοιπους τομείς που σχετίζονται με την αλυσίδα αξίας του συστήματος της αγροδιατροφής.
Πέντε στρατηγικές προτεραιότητες για τον πρωτογενή τομέα
Για τον στρατηγικό προσανατολισμό προς το μοντέλο της ποιότητας και ταυτότητας, οργανικής γεωργίας και γεωγραφικών ενδείξεων, ασφάλειας και πιστοποίησης έχουμε πολλές φορές αναδείξει και περιγράψει, σε άλλα κείμενα, μια σειρά στρατηγικές προτεραιότητες, όπως είναι:
- Η γενναία δημογραφική ανανέωση στη βάση ενός ειδικού σχεδίου παρεμβάσεων για: πολιτικές γης, διαδοχής, αξιοποίησης της σχολάζουσας δημόσιας αγροτικής γης, πολιτικής επενδυτικών και φορολογικών κινήτρων, ανάπτυξης χρηματοδοτικών εργαλείων κοκ.
- Ένα εθνικό λειτουργικό σύστημα διαχείρισης γνώσης, κατάρτισης, έρευνας, καινοτομίας, ψηφιοποίησης της γεωργίας, νέων τεχνολογιών και γεωργικών συμβουλών που αφενός θα συμβάλει στην μείωση του κόστους παραγωγής και στην αύξηση της παραγωγικότητας αφετέρου θα μειώνει τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.
- Η εκπόνηση, προσαρμογή και εφαρμογή εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών συστημάτων ποιότητας για τη διασφάλιση και προαγωγή της ποιότητας των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων με προστασία της προέλευσης και της ταυτότητάς της, με την παροχή ειδικών κινήτρων και τεχνογνωσίας σε συνεργασία με την ερευνητική, ακαδημαϊκή κοινότητα και ιδρύματα προς αυτή την κατεύθυνση.
- Ένα εθνικό σχέδιο ενίσχυσης της «επανατοπικοποίησης» της παραγωγής με σύντομες αλυσίδες αξίας (short value chains) και μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
- Ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την ανασύνταξη των συνεταιρισμών, την ανάπτυξη των ομάδων παραγωγών και της κοινωνικής οικονομίας με συνακόλουθη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και ενίσχυση των δικτύων καθετοποίησης και δημιουργίας αλυσίδων αξίας καθώς και παροχή φορολογικών και επενδυτικών κινήτρων.
Η πρόταση της κυβέρνησης για τον αγροτικό τομέα
Στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας των 31 δισ., που υπέβαλε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδίδει στον τομέα το 1,8% των πόρων του ΤΑΑ, (ή το 2,5% αν συμπεριλάβουμε και τα αρδευτικά έργα), όταν η Ισπανία πλησιάζει το 8%, με έναν τομέα του οποίου η συμμετοχή στο ΑΕΠ και στην απασχόληση υπολείπεται αυτού της χώρας μας. Και μάλιστα επενδύει 10 δισ. σε ένα όραμα πολιτικής για την ίδια την ενίσχυση και σύγκλιση των αγροτικών περιοχών, με όρους αξίας παραγωγής και κοινωνικής συνοχής.
Θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε γιατί οδηγηθήκαμε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα όταν στο προσχέδιο που είχε υποβληθεί στην ΕΕ υπήρχαν περισσότερες παρεμβάσεις και υψηλότερες προβλέψεις σε πόρους.
Πρώτον, γιατί δεν υπήρχε κανένα σοβαρό, στρατηγικά συγκροτημένο σχέδιο που θα «συναρμολογούσε» τις αγροτικές πολιτικές και τις προτάσεις, και θα λάμβανε υπόψη τις διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης, τα διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια της ΚΑΠ και του ΤΑΑ, τα διαφορετικά χρονοδιαγράμματα και τις διαφορετικές διαχειριστικές αρμοδιότητες στα υπουργεία.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ η κυβέρνηση «διαφημίζει» τις επενδύσεις των 200 εκατ. στα αρδευτικά δίκτυα στο ΤΑΑ, εν τούτοις σε εκκρεμότητα δημοπρατήσεων παραμένει ακόμα το μεγαλύτερο μέρος των 31 εγγειοβελτιωτικών έργων που εντάχθηκαν στο ΠΑΑ τον Ιούλιο του 2019, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με συνολικό προϋπολογισμό 448 εκατ.
Δεύτερον, γιατί οι προτάσεις δεν στηρίζονταν σε σοβαρές μελέτες υποστήριξης. Είναι χαρακτηριστικό πχ. το παράδειγμα της πρότασης για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών στην οποία δεν προτείνεται καμία συγκεκριμένη καλλιέργεια παρά μόνο ότι θα στηρίζεται σε συμβολαιακή γεωργία.
Τρίτον, γιατί διεκδικούνταν πόροι για δράσεις που χρηματοδοτούνταν και από άλλα Ταμεία και προγράμματα όπως το ΠΑΑ, που «έκοψε» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το υποβληθέν προσχέδιο.
Τέταρτον, γιατί στη σύνταξη αυτού του σχεδίου, δεν είχαν ενεργό συμμετοχή ούτε οι υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ ούτε οι κοινωνικο-επαγγελματικοί φορείς του αγροτικού χώρου, και δεν υπήρξε ενημέρωση ούτε και δημόσια διαβούλευση.
Στο υποβληθέν εθνικό σχέδιο δεν υπήρξε ενιαίος συγκροτημένος αγροτικός άξονας παρά μόνο αποσπασματικές επενδυτικές προτάσεις ή προτάσεις σκορπισμένες σε άλλους άξονες. Μάλιστα, ενώ στο προσχέδιο, όπως και στο τελικό σχέδιο, υπάρχει αναφορά στην ανάγκη μετατόπισης του παραγωγικού μοντέλου προς αυτό της ποιότητας και ταυτότητας των αγροτικών μας προϊόντων με συγκριτικό πλεονέκτημα και υψηλότερες τιμές στις διεθνείς αγορές (όπως επί μακρόν προτείνουμε σε διάφορα κείμενά μας και παρεμβάσεις), αυτό δεν αποτυπώνεται σε μια στρατηγική ούτε οι παρεμβάσεις συγκροτούν ένα πλέγμα μέτρων ενίσχυσης αυτού του μοντέλου. Θα έλεγε κανείς ότι οι προτάσεις της είναι αποκλειστικά περιορισμένες στη συμβατότητα με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις των έξι πυλώνων που θέτει το Άρθρο 3 του Κανονισμού για τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΜΑΑ) με έμφαση στην πράσινη και στην ψηφιακή μετάβαση.
Η κυβέρνηση αδυνατεί να δει τη μεγάλη εικόνα της αγροτικής ανάπτυξης και πολιτικής, και δεν φαίνεται να έχει ούτε κεντρική στρατηγική ούτε προτεραιότητες που θα της επιτρέψουν την ορθολογική κατανομή σε πολιτικές, μέτρα και παρεμβάσεις των πόρων της ΚΑΠ και του ΤΑΑ που ξεπερνούν τα 20 περίπου δισ. μέχρι το 2027.
Οι κίνδυνοι μιας ακόμα χαμένης ευκαιρίας -ίσως και της τελευταίας- για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας και του αγροδιατροφικού μας συστήματος είναι πλέον ορατοί.
Όλο το κείμενο πολιτικής: https://bit.ly/2T3zn2K